Απλά κι όμορφα

Άρθρο: Ιωάννης Αλεξανδράκης

Τις γιορτές του 1984 πρέπει να έκανα την πρώτη επιθετική κίνηση , όχι για να αποκτήσω αλλά για να οδηγήσω μηχανάκι . Απογευματάκι γαρ , γλυκός καιρός και μια και ο πατέρας αναστήλωνε το πατρικό μας , μέναμε κάπου έξω απ’ τα Χανιά σε κάποιο τυπικό διώροφο με αυλή  όπως ήταν τότε τα πιο πολλά σπίτια . Η γειτονιά ήταν στην άκρη της πόλης και δεν θα έλεγες πως ήταν και πυκνά κατοικημένη , όχι πως δεν είχε σπίτια αλλά είχε πολλές μάντρες , νταμάρια , να τέτοια , μεγάλα πράγματα , που όσο να ναι , αραίωναν τα σπίτια .

Οι γιορτές τότε ήταν θα έλεγα λίγο ποιο έντονες μια και μια γενική ευημερία και μια σίγουρα γεμάτη κατσαρόλα έπαιζε εκείνα τα χρόνια . Αυτό έδινε ένα ποιο γλετζέδικο αέρα μια και στα 70ς , δεν μπορώ να πω , πως τρώγαμε συχνά κρέας ή ανταλλάσσαμε δώρα εορτών . Όμως , το ρεβεγιόν κατά την έννοια που το έχουμε σήμερα , δεν είχε κάνει την εμφάνιση του ακόμα και το άγριο παρτάρισμα της εποχής , απαιτούσε κρασί και παϊδάκια  ! ως κρασί , φανταστείτε ένα τοπικό κρασί που το λέμε ρωμέικο (ψιλοξυνο) ή στην καλύτερη κάποια ρετσίνα οινοποιείων ( φανταστείτε κάτι σαν Κουρτάκι ή Μαλαματίνα) , ενώ το κρέας , αν και μοιάζει σήμερα ακριβό , τότε δεν ήταν τόσα τα γουρούνια , δεν έφθαναν απ’ την Ολλανδία κι έτσι αποτελούσαν ποιο ακριβές επιλογές απ’ το αιγοπρόβιο . Υπό αυτό το καθεστώς , ο πατέρας μου και οι φίλοι του μέσα στο σπίτι , θα έλεγα πως ήταν καζίκι και γελούσαν με κάτι αστεία που παρά τα δεκατρία μου χρόνια , δυσκολευόμουν να καταλάβω .

74332296_553506188811057_6842095250006081536_n

Απόγευμα ήταν , απ’ το μεσημέρι έπιναν ,ενώ εγώ, σούζες έκανα με το βελαμάκι γύρω γύρω το τετράγωνο , οπότε μου ήρθε η ιδέα ! Το μηχανάκι του Νώντα ( ένα ολοκαίνουριο DAX Honda) , είναι ωραίο και στα μέτρα μου , γιατί δεν το κλέβω να κάνω καμιά βόλτα ….Τα κλειδιά όμως , ήταν στην τσέπη του Νώντα και το μηχανάκι κλειδωμένο … έλα βρε , χρονιάρες μέρες , ψιλά γράμματα , κάτι θα σκεφτώ . Το νταξάκι στον διάδρομο της αυλής κλειδωμένο όμως και το τιμόνι … Βγάζω το σετ με τα φιλεράκια που δεν ξέρω γιατί τα είχα μια και τα ποδήλατα ούτε μπουζιά , ούτε βαλβίδες έχουν αλλά , εγώ τα είχα . Τα έκατσα όλα στον διακόπτη και αν και είχα οπλιστεί με υπομονή , άντε με το ζόρι να έκανα , δύο λεπτά ν ανοίξω τον διακόπτη … γλομπάκι νεκράς αναμμένο , όλα καλά το χούμε . Δεν ευτύχισα όμως το ίδιο με την κλειδαριά , που αν και μόνο το πουλί μου δεν έχωσα μέσα , δεν κατάφερα να την  ανοίξω . Ρε μήπως να την σπάσω σκέφτηκα ? αλλά , πως θ άφηνα μετά το μηχανάκι στην θέση του , χωρίς να το καταλάβουν ? δεν θα υπήρχε σωτηρία αν την είχα σπάσει … ο πατέρας μου , δεν θα είχε πεθάνει σήμερα διότι ακόμα θα μ έδερνε …Τότε μου ήρθε η ιδέα … το νταξάκι , όπως και τα σιντι αλλά κι άλλα μηχανάκια της εποχής , δεν κλείδωναν όπως τα παπιά , με τα τιμόνια γυρισμένα αλλά με τα τιμόνια σχεδόν ίσια . Θα το βγάλω έξω σκέφτηκα και θα το οδηγώ μονόπατα , σιγά τ αυγά σκέφτηκα κι αυτό έκανα . Πράγματι , το τραβόσειρα έξω , το έβαλα μπροστά και έφυγα λεβέντης με το μηχανάκι , σχίζοντας του δρόμους σ αυτήν την μαγική πρωτοχρονιά του 1984 αλλά …. Στο ακριβώς απέναντι στενό , έπεσα πάνω στην εργαλειοθήκη ενός τετραξονικού που έβγαινε με όπισθεν απ’ την παρακείμενη μάντρα . Μπαμ κάτω , βγαίνει έξω ο κυρ Μιχάλης με το κουστούμι , γείτονας γαρ , κατέβηκε απ’ το γιορτινό τραπέζι να αλλάξει θέση στο φορτηγό .Ούτε μου φώναξε , ούτε τίποτα …βρε Γιαννάκι , καλά είσαι με ρώτησε ? μια χαρά κυρ Μιχάλη απάντησα και μου λέει … κοίτα πως έκανες το μηχανάκι του Νώντα ! ωχ! Λέω από μέσα μου , ρε την ατυχία μου , που τον ξέρει τον Νώντα ? Ποιανού Νώντα κύριε Μιχάλη ? του απαντώ αλλά με συνοπτικές διαδικασίες , τραβά το μηχανάκι με το αριστερό και πιάνει εμένα με το δεξί απ’ το χέρι , με μια κίνηση τύπου , αλλοίμονο σου και το κουνήσεις από δω . Με πήγε στο σπίτι , άφησε το μηχανάκι απ’ έξω και χτύπησε την πόρτα ….Καλή χρονιά Τάσο , λέει του κύρη μου , ο οποίος με βλέπει με σχισμένα ρούχα και κάνει φόκους πάνω μου για να καταλάβει . Κατά την εξιστόρηση , ξεπροβάλει λίγο απ’ τον ώμο του κυρ Μιχάλη και βλέπει το μηχανάκι έξω στον δρόμο και αμέσως μετά με καρφώνει με το βλέμμα ακριβώς που φαντάζεστε . Έλα ρε Μιχάλη να πιείς ένα κρασί …όχι ευχαριστώ Τάσο με περιμένουν σπίτι …τα γνωστά τα τυπικά και στο τραπέζι μέσα όλοι με έβλεπαν βλοσυρά ! Μπαίνει ο Νώντας μέσα που είχε πάει να δει το μηχανάκι και του λέει , έλα μωρέ Τάσο , άστον , δυο γρατζουνιές και το τιμόνι στράβωσε λίγο . Λέει ο πατέρας μου , πήγαινε , πάρε τα κλειδιά του μαγαζιού και τράβα να φτιάξεις το μηχανάκι κι αν μάθω πως στον δρόμο το καβάλησες ή το φέρεις άφτιαχτο , μαύρο φίδι που σ έφαγε . Παίρνω λοιπόν το νταξάκι , πάω στο μαγαζί , το ένα απ’ τα δυο τιμόνια τιμόνια του είχε φύγει , άνοιξα την πεταλούδα , έπαιξα και δυο σφυριές , όλα καλά … έκανα και με σαπούνι στιλβώματος της γρατζουνιές , σχεδόν χάθηκαν κι αυτές . Πάω λοιπόν πίσω χαρούμενος … λέω το φτιαξα ! για να δω μου λέει ο πατέρας μου … το δείχνω …οκ μου λέει αλλά οι γρατζουνιές φέγγουν και πρέπει να δώσουμε λεφτά στον Νώντα για να το φτιάξει , ναι ? μου λέει …ναι, απαντώ … κάνει λοιπόν μια έτσι και βγάζει ένα πεντακοσάρικο !!! το δίνει …και γυρίζει και μου λέει , πόσο είναι το χαρτζιλίκι σου την εβδομάδα ? 120 δρχ του απαντώ … ωραία , ένα μήνα δεν θα σου δώσω τίποτα και μου χρωστάς κι ένα εικοσάρικο απάντησε .Αυτή ήταν η πρωτοχρονιά του 1984 και τα πρώτα λεφτά που έδωσα για τα μηχανάκια στην ζωή μου . Μηχανάκι δικό μου πήρα λίγα χρόνια αργότερα  αλλά θυμάμαι πολλές γιορτές να διαβάζω το τελευταίο τεύχος της χρονιάς , που τα περιοδικά έβαζαν της εκθέσεις ή έβγαζαν τους ετήσιους  καταλόγους … τι λαχτάρα θεέ μου ! έβλεπα και διάλεγα τα καινούρια μοντέλα σε μ αρέσουν ή δεν μ αρέσουν , λες κι ο Άγιος Βασίλης θα μου έφερνε αυτό που ήθελα τώρα .

81036583_499882364300252_6133313053598416896_n

Από τότε , πέρασαν πολλές μα πολλές πρωτοχρονιές και σε κάθε μία απ’ αυτές έχω και μια ιστορία , δεν θυμάμαι καμία πρωτοχρονιά να μην είμαι πάνω σε μηχανάκι και να ζω μια μικρή ή μεγάλη περιπέτεια . Θεωρούσα πάντα αδιανόητο να με βρει ο καινούριος χρόνος κάτω από την σέλα . Θυμάμαι χρονιές που ένεκα τον ταρζανιών με κυνήγησε η αστυνομία , θυμάμαι εντουράδες με την αλλαγή του χρόνου , θυμάμαι πρωτοχρονιάτικα καπάκια , θυμάμαι κάτι γυαλισμένες απ’ τον ¨Ήλιο πρωτοχρονιές , που έτριβα μηχανάκια μέχρι να μοιάζουν με καινούρια . Θυμάμαι την πρωτοχρονιά του 1987  , να πηγαίνουμε με άλλο ένα παπί και δικάβαλοι σ έναν συμμαθητή μας σ ένα χωριό τον Φουρνέ , με καταρρακτώδη βροχή , αέρα , κρύο και οδηγούσα στα γόνατα , πίσω απ’ την ποδιά της βέσπας ενώ ο Μανώλης από πίσω γκρίνιαζε γιατί δεν ήμουν μπροστά ποια , για να κόψω λίγο τα φαινόμενα . Που να είναι ο Μανώλης σήμερα , θα έχει κάποιος περήφανα αναπαλαιώσει το βεσπάκι η θα έχει γίνει σκραπ ?

Χρόνια , στιγμές , πρωτοχρονιές , μηχανές , γυναίκες και μια παρατεταμένη νιότη που δεν λέει να περάσει . Πρώτο πράγμα και φέτος να βγάλω μια μηχανή , μέσα στην λάσπη απ’ το κατακαίρι , δεν τρέχει και τίποτα θα την πλύνουμε , άλλωστε πόσες ιστορίες θα έχουν ακόμα οι πρωτοχρονιές μου ? πολλές θέλω να πιστεύω , όπως πολλές εύχομαι να έχουν κι οι δικές σας . Να ζείτε την κάθε σας στιγμή , να αναπνέετε χωρίς σκέψεις για το αύριο , να χαίρεστε τον ήλιο , την βροχή και τον αέρα που σας χτυπάει το πρόσωπο …να είστε φως και να φτιάχνετε ιστορίες ! Ευτυχισμένος , είναι ο άνθρωπος που θα κάτσει στο τραπέζι , θα του βάλουν δυο ελιές , μια κούπα κρασί , θα λέει ιστορίες ως το πρωί και θα ξέρει , πως μόλις σηκωθεί , θα ζήσει κι άλλες . Φίλες και φίλοι , καλή χρονιά ,