Χριστούγεννα του 70 ( μέρος δεύτερο )

Άρθρο: Γιάννης Αλεξανδράκης
Έχοντας καλύψει πολλά χιλιόμετρα κάνοντας τους πρώτους κύκλους μέχρι να κατανοήσει την πορεία των παρανόμων , θα ήταν αδύνατον να γυρίσει στην πόλη , οπότε αποφάσισε να κάνει την στάση του και να συνεχίσει με το πρώτο φως . Το κρύο δεν θα ήταν πρόβλημα γι’ αυτόν αλλά έπρεπε να βρει χώρο να βάλει την μηχανή ώστε σε περίπτωση που ήταν κοντά τους να μην τον δουν . Η μηχανή ήταν κομμάτι δύσκολο να κρυφτεί γιατί εκτός απ’ το έντονο κόκκινο που έπαιρνε τα βράδια, ήταν και το φως απ’ την σχάση στον αντιδραστήρα . Ήταν αρκετά επίπεδη η περιοχή αλλά τελικά δεν προβληματίστηκε ιδιαίτερα μια του ήταν εύκολο να σκάψει το μαλακό χώμα και να κρύψει την γριά μέσα , τα διακόσια κιλά της , δεν θα τον προβλημάτιζαν μια και ένα τέτοιο βάρος , δεν μπορούσε απλά να το σηκώσει αλλά και να το πετάξει δέκα μέτρα μακριά . Πραγματικά , αν και γεμάτη με σκέψεις η νύχτα δεν πέρασε δύσκολα , έτσι το επόμενο πρωί με το πρώτο φως , πήρε πάλι τον δρόμο του . Αυτή η μέρα δεν ήταν τόσο όμορφη , είχε ξημερώσει μια άκρως επιθετική μέρα …. Ο ορίζοντας, είχε πάρει αυτό το ελαφρό κόκκινο φως , αυτήν την παράξενη θολούρα του Ήλιου που κάποτε ήταν μόνιμη κατάσταση … η βροχή , είχε χοντρές στάλες που έπεφταν ασταμάτητα και με μια σταθερότητα που θύμιζε κάποιο παράξενο υγρό εκκρεμές . Σίγουρα ο καιρός θα γονάτιζε , ψυχολογικά τουλάχιστον κάποιο πιο ανθρώπινο υβρίδιο αλλά για τον Ardur ήταν απλά κάτι ελαφρά ενοχλητικό . Ευτυχώς δεν είχαν εγκαταλείψει το φορτηγό της αποστολής και σε μερικά μέρη όπου το έδαφος το επέτρεπε , τα ίχνη επιβεβαίωναν πως ήταν στην σωστή πορεία . Δεν πέρασαν καν 100 χιλιόμετρα και βρήκε το μέρος που είχαν στρατοπεδεύσει οι νομάδες … ήταν πολύ προσεκτικοί ! η φωτιά που είχαν ανάψει ,ήταν πολύ μεγάλη αλλά τύπου ντακότα , δηλαδή , είχαν σκάψει έναν μεγάλο λάκκο ενάμιση μέτρο και έναν δεύτερο σαν αεραγωγό . Όλα αυτά , τα είχαν κάνει κάτω απ’ την πυκνή φυλλωσιά ενός απ’ τα λίγα δέντρα της περιοχής . Ουσιαστικά αν και ήταν μια αρκετά μεγάλη φωτιά , ήταν αόρατη από οποιαδήποτε απόσταση πάνω των 200- 300 μέτρων ενώ ο λιγοστός καπνός που ίσως να έφευγε προς τα πάνω , θα «έσπαγε» μέσα στην πυκνή φυλλωσιά . Το λίπος πάνω στης πέτρες γύρω απ’ την σβησμένη φωτιά , ήταν κάτι που το είχε δει κι άλλες φορές και δεν θύμιζε καθόλου λίπος ζώου… το μόνο που έμενε ,ήταν να ψάξει για τα κόκκαλα ώστε να επιβεβαιώσει αυτό που είχε καταλάβει . Σκαλίζοντας σ ένα σημείο με πρόσφατα σκαμμένο χώμα , για αρχή βρήκε μια κνήμη και στην συνέχεια όλα σχεδόν τα κόκκαλα . Το μέγεθος της κνήμης τον έκανε να καταλάβει πως το «λάθος» που είχε σφαγεί ήταν γύρω τα 50 κιλά…. αφού βρήκε τα μηριαία και της κνήμες πάει να πει πως φύλαξαν μόνο τα πλευρά …είναι πάνω από είκοσι άνθρωποι και λιγότεροι από τριάντα κι αυτό ήταν μια καλή πληροφορία . Ανέβηκε στην γριά και γεμάτος σκέψεις , προσπαθούσε να διαβάσει τον αντίπαλο του και να τον μετρήσει , όμως έπρεπε να έχει τα μάτια του ανοιχτά , διότι ήταν πια πολύ κοντά τους . Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω και αρχίζοντας να κατηφορίζει πριν το οροπέδιο , είδε μια γυαλάδα και μια σχετική αναταραχή στην γύρω περιοχή … τους είχε βρει ! Έκοψε ταχύτητα και κρατήθηκε το δυνατόν ποιο διακριτικά πίσω για να κάνει της κινήσεις του την κατάλληλη στιγμή , τριάντα άνθρωποι , όχι πως θα τον φόβιζαν αλλά δεν ήταν και λίγοι . Διέσχισε περιφερειακά από πάνω το οροπέδιο , κρατώντας την μηχανή σε χώρους που θα μπορούσε να την κρύψει πολύ εύκολα . Πραγματικά έφτασε πολύ κοντά τους και κρύβοντας την γριά ανάμεσα σε δύο βράχους κατέβηκε για να παρατηρήσει και να μετρήσει ρεαλιστικά πλέον τον εχθρό του . Πήγε χαμηλά και τους παρακολούθησε … οι προβλέψεις του , ήταν πράγματι σωστές , ήταν καμιά τριανταριά αποτυχημένα υβρίδια και εγκληματίες , κινούταν με αντιβαριτικά οχήματα , για κάποιο λόγο κρατούσαν το φθηνό χερσαίο φορτηγό της αποστολής , έστηναν σκηνές και ετοίμαζαν άλλη μια φωτιά τύπου ντακότα . Οι όμηροι που έβλεπε ήταν οι πέντε της αποστολής και ήταν έξω δεμένοι με παλιές κλασσικές αλυσίδες κάτω από μια τέντα . Έλειπε όμως ο ένας ακόμα όμηρος … είχαν πάρει δύο απ’ τον οικισμό, έφαγαν τον ένα αλλά δεν έβλεπε κανένα … ένοιωσε όμως ένα τσίμπημα στον λαιμό του κι έπεσε κάτω σχεδόν αναίσθητος . Ένοιωθε , έβλεπε , άκουγε αλλά όλα γύριζαν γύρω του και δεν μπορούσε να κάνει καμία απολύτως κίνηση . Τέσσερις χρειάστηκαν για να τον σύρουν μέχρι τον καταυλισμό …ένοιωθε κάθε σταγόνα της βροχής να πέφτει στο κορμί του και την λάσπη να κυλάει στο πρόσωπο του . Σε πρώτη φάση τον πέταξαν στην τέντα κάτω μαζί με τους άλλους όμηρους . Όπως ήταν χάμω και κοντά στο να χάσει της αισθήσεις του πλήρως κατάφερε να επιβεβαιώσει αυτό που είχε σχεδόν σίγουρο , η Σοράγια ήταν εκεί …αλυσοδεμένη και μαζεμένη σε εμβρυακή στάση , είχε στερέψει από δάκρυα και είχε ένα βλέμμα απλανές . Το τελευταίο που άκουσε απ’ τους δεσμώτες του ,ήταν, κάποιον να φωνάζει , να τον πάνε με τους άλλους .

Ίσως να πέρασαν ώρες , ίσως μέρες αλλά όταν συνήλθε ,αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το καταλάβει . Άφησε λίγο χρόνο στο κεφάλι του για να συνέλθει απ’ την ζαλάδα και τον πόνο του ναρκωτικού και προσπάθησε να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω του . Ήταν δεμένος με τσιγκέλια περαστά στα χέρια του , ενώ γύρω του υπήρχαν τεμαχισμένα σώματα και κάποιες ζωντανές ψυχές μέσα σ ένα κλουβί ! το θέαμα έκοβε την ανάσα κι ακόμα και το δικό του στομάχι δέθηκε κόμπο . Τα δεσμά του όμως ίσως να ήταν και θανατηφόρα για οποιονδήποτε άλλο ακόμα κι ένα αστυφύλακα , γι’ αυτόν όμως , δεν ήταν τίποτα παραπάνω από πόνος . Οι δεσμώτες θέλησαν να φερθούν πολύ σκληρά σ αυτόν που τους κυνηγούσε και θεώρησαν πως δεν θα μπορούσε να φτάσει το ένα του χέρι για να βγάλει το άλλο απ’ τα τσιγκέλια και είχαν απόλυτο δίκιο , αυτός όμως , απλά …έσπρωξε την μπότα με το ένα πόδι στο άλλο για να βγει και σαν να είναι το ποιο φυσικό πράγμα , σήκωσε το πόδι του και τραβώντας το τσιγκέλι ελευθέρωσε το πρώτο του χέρι και μ αυτό το άλλο . Έτριψε τους καρπούς του μορφάζοντας απ’ τον έντονο πόνο και σχίζοντας δύο λουριά από κάτι ματωβαμμένα ρούχα , έδεσε τα χέρια για να σταματήσει η αιμορραγία . Περιεργάστηκε τον χώρο και υπέθεσε πως είναι στο φορτηγό ,το οποίο έχουν μετατρέψει σε σφαγείο . Ανοίγοντας την πολύ μεγάλη ένεκα της κανονικής αποστολής του φορτηγού , ψυκτική , είδε πολλά τεμαχισμένα πτώματα που σίγουρα είναι προορισμένα για πώληση . Έχοντας επανέλθει πλήρως , έριξε μια ματιά μπας και βρει γύρω τα πιστόλια του αλλά δεν .. όπως και να ‘χει όμως , δεν θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν , του τα είχε κάνει δώρο ο αρχηγός των αστυφυλάκων και λειτουργούσαν μόνο με αναγνώριση DNA αστυφύλακα (που σίγουρα δεν θα είχε κάποιος απ’ έξω ) . Κινήθηκε προς το κλουβί με τους δύσμοιρούς που δεν είχαν καν μιλήσει μέχρι τότε και βλέποντας τον ποιο «ζωντανό» προσπάθησε με νοήματα μια και ένεκα της δυσκολίας του, που μιλούσε πολύ δυνατά , να πάρει μερικές πληροφορίες χαμηλόφωνα .Ήταν περίπου μισή μέρα εκεί αλλά δεν ήταν και σίγουρος μια και η μοναδική αίσθηση χρόνου που είχε , ήταν το κρέας που έπαιρναν για τα γεύματα τους . Στον χώρο έμπαιναν πάντα δύο , συνήθως ο ένας κρατούσε κι ο άλλος έκοβε το κρέας που έπαιρναν και πάντα είχαν ένα ακτινοβόλο περασμένο στην ζώνη τους , ακόμα κι όταν επρόκειτο να σφάξουν κάποιον πάλι δύο ήταν αλλά τότε έκλειναν πίσω τους την πόρτα . Η πρώτη φάση ήταν πολύ εύκολη λοιπόν γι’ αυτόν , έκανε νόημα στους φυλακισμένους να μην βγάλουν άχνα και απλά γονάτισε ανάμεσα στα προηγούμενα δεσμά έτοιμος ν ακουμπήσει τους καρπούς του στα τσιγκέλια προσποιούμενος τον δεμένο, έπρεπε απλά και μόνο να κάνει υπομονή . Μετά απ’ ώρα η πόρτα άνοιξε και φάνηκε πως έξω είχε σουρουπώσει άρα είχε περάσει άλλη μια μέρα , μπήκαν μέσα δύο νομάδες και ενώ ο ένας κατευθύνθηκε προς τα μαχαίρια και τους μπαλτάδες , ο άλλος έμεινε να κλείσει την πόρτα . Ο πρώτος θα ψάχνει ακόμα και στην κόλαση να βρει τι ήταν αυτό που του έσπασε τον λαιμό ενώ ο δεύτερος βρέθηκε να κρέμεται απ’ τον λαιμό στο τεράστιο χέρι του Ούγκα . Η προσπάθεια του να ελευθερωθεί ήταν ποιο ανέλπιδη κι από ποντικού που προσπαθεί να φύγει απ’ τα νύχια κουκουβάγιας . Του τράβηξε το απαρχαιωμένο ακτινοβόλο και κραδαίνοντας το στον αέρα του έδωσε να καταλάβει πως θέλει να μάθει που είναι τα δικά του …. Το «δεν ξέρω» ήταν το τελευταίο πράγμα που είπε πριν ο Ούγκα παίξει τον αντίχειρα με τον δείκτη του αφήνοντας έτσι τον λαιμό του να σπάσει και την τελευταία του ανάσα να βγει . Μείον δύο ,σκέφτηκε και πήρε το πανωφόρι του ενός, πέταξε τους νομάδες στο ψυγείο , ενώ έκανε νόημα στους φυλακισμένους πως θα γυρίσει γι’ αυτούς . Έριξε το πανωφόρι πάνω του και γονατίζοντας για να βρεθεί στο ύψος των θυτών του , άνοιξε την πόρτα … έριξε μια γρήγορη αλλά όχι πρόχειρη ματιά και την έκλεισε ξανά . Η εικόνα ήταν όπως την έχει δει την τελευταία φορά , ο καταυλισμός είχε στηθεί κατά τον ίδιο τρόπο , όμως αν αυτός χάνονταν θα έπρεπε να δώσει στα θύματα του σφαγείου μια ευκαιρία . Έτσι και μια και είχε πλέον κλειδιά άνοιξε το κλουβί , ελευθερώνοντας τους και έβαλε στο χέρι του ποιο καλοστεκούμενου το ένα ακτινοβόλο και έδειξε τον πάγκο με τα μαχαίρια για όποιον θα μπορούσε να κινηθεί . Τούς έκανε νόημα για άλλη μια φορά ώστε να μην βγουν και τα χαλάσουν όλα και πως αν δεν γύριζε αυτός να έκαναν ότι μπορούσαν για να σωθούν . Έχοντας το ματωμένο πανωφόρι πάνω του θα κινούταν γρήγορα προς τέσσερεις που ήταν απέναντι , ελπίζοντας πως δεν τον έχει προδώσει η κακή περιφερειακή του όραση και δεν υπάρχουν ή έστω δεν θα υπάρχουν πολλοί απ’ την άλλη πλευρά . Κινούμενος γρήγορα απέναντι δεν άφησε κανένα περιθώριο στους νομάδες και όντας πολύ τυχερός δεν χρειάστηκε να κάνει θόρυβο με το ακτινοβόλο . Οι έξω όμηροι ήταν σε θέση που μπορούσαν να δουν τι είχε γίνει και ο ένας του έκανε νόημα με τα μάτια για την θέση τον υπολοίπων νομάδων ενώ ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του έδειξε και τον αριθμό …. Πέντε λοιπόν … κάπου εδώ θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει και το όπλο , θα ήταν παρακινδυνευμένο να κινηθεί σε τέτοια απόσταση μόνο με τα χέρια άσχετα με το πόσο δυνατός και γρήγορος ήταν . Πείρε μια μεγάλη ανάσα και έτρεξε προς την πλευρά που του είχε υποδείξει ο δεσμώτης … πράγματι ήταν πέντε άτομα καθισμένα γύρω από ένα τραπέζι … έριξε δύο βολές για να καλύψει την κίνηση του και την υπόλοιπη δουλειά την έκανε με τα χέρια και ….. πάνω στο τραπέζι , τα όπλα του είχαν γίνει αντικείμενα μελέτης . Ταλαιπωρημένα και με πολλά χτυπήματα πάνω κατά την προσπάθεια των νομάδων να τα λειτουργήσουν , νόμιζες πως δεν θα λειτουργήσουν αλλά μόλις τα έπιασαν τα σωστά χέρια και αναγνώρισαν το DNA , τα όπλα ήταν έτοιμα για όλα . Δεν είχε εικόνα που είναι όλοι οι άλλοι κι απ’ το πλάνο που είχε στο μυαλό του έλειπαν περίπου είκοσι , όμως κινήθηκε προς τους όμηρους όπου μόλις τον είδε η Σοράγια , κόκκινο απ’ τα αίματα και με τον θάνατο χαραγμένο στα μάτια του , έπαθε υστερικό σοκ … προσπάθησε να την ηρεμήσει αλλά όταν είδε πως δεν ήταν αυτό δυνατό , έκλεισε με την μεγάλη παλάμη του , το στόμα και την μύτη της ώσπου αυτή έπεσε αναίσθητη. Κινούμενος προς ανεύρεση των υπολοίπων , χτύπησε την πόρτα του φορτηγού και είπε στους πρώην φυλακισμένους να βγουν , να οπλιστούν και να προστατεύσουν τον εαυτό τους . Κινήθηκε προς τα οχήματα , ψάχνοντας με τα μάτια του την μηχανή και την κατάσταση της , όλα μπορούσε να τ αντέξει αλλά όχι γρατζουνιές πάνω της και τότε …. Δέχτηκε το πρώτο χτύπημα στην πλάτη κι αμέσως το δεύτερο … μέγα λάθος , σαν να τον τρύπησε κάποιος με κουζινομάχαιρο ήταν και είχαν αποκαλύψει την θέση τους . Σε μία έκταση τριών δρόμων ήταν αρκετοί μαζεμένοι και αποτελούσαν μια άριστα κινούμενη σκοποβολή για τα όπλα πλάσματος του . Σε λιγότερο από δύο δευτερόλεπτα είχε μετατρέψει την περιοχή σε κόλαση …. Οι νομάδες προσπαθούσαν να ξεφύγουν αλλά ούτε αυτό μπορούσε να συμβεί αλλά ούτε και οι βολές των ακτινοβόλων τους να προκαλέσουν κάτι παραπάνω από σχισίματα στο κορμί του . Σε λιγότερο από δεκαπέντε δεύτερα , τα πάντα ήταν νεκρά και ο Αρντούρ είχε μόνο ελαφρά τραυματιστεί . Νόμιζε πως είχε τελειώσει με τους νομάδες και γύρισε πίσω στους όμηρους που πλέον είχαν όλοι ελευθερωθεί και πέρα της Σοράγιας που ήταν ακόμα αναίσθητη προσπαθούσαν να τον ευχαριστήσουν .

Ακούστηκε ένα ακτινοβόλο κι αμέσως σηκώθηκαν δύο αντιβαριτικά οχήματα … κάποιοι είχαν ζήσει και για να καλύψουν την φυγή τους , πυροβόλησαν την γριά … Η φωνή αυτήν την φορά του Αρντούρ και χωρίς να λέει τίποτα συγκεκριμένο ακούστηκε σαν βρυχηθμός δέκα γοριλών μαζί . Οι όμηροι έμειναν κόκκαλο , η Σοράγια συνήλθε και οι νομάδες αργά πια αλλά κατάλαβαν πόσο μεγάλο λάθος είχαν κάνει . Έτρεξε στο μηχανάκι το οποίο είχε βληθεί στο κέντρο , η τριπλή θωράκιση της δεν επέτρεψε στην ακτίνα να καταστρέψει την χρηστικότητα της αλλά το φοβερό και τρομερό της χρώμα , είχε οριστικά καταστραφεί . Άφησε τα όπλα του στης θήκες τους που πια της φορούσε και καβάλησε την γριά για το ποιο άγριο κυνήγι . Ήταν ποιο γρήγορη απ’ οτιδήποτε αλλά τ άλλα, κινούμενα ψηλά απ’ το έδαφος θα μπορούσαν να περάσουν εμπόδια πολύ ποιο εύκολα απ’ αυτήν . Είχαν σοβαρό προβάδισμα αλλά το H3R δεν ήταν πυρηνική μοτοσυκλέτα αλλά με τέτοια γκάζια μόνο πυρηνικό όπλο θα το έλεγες , Η γριά εκτοξεύτηκε στο στο χωμάτινο τερέν αλλά τα χέρια που την κρατούσαν δεν καταλάβαιναν και πολλά από ανωμαλίες … σε λιγότερο από ένα λεπτό , ο Αρντούρ είχε καλύψει την όποια απόσταση τους χώριζε . Οι νομάδες έσπασαν σε δύο διαφορετικούς δρόμους και συνέχισαν ν ακολουθούν τα ποιο ανώμαλα τερέν ώστε να έχουν το σχετικό πλεονέκτημα . Πισωγύριζαν οδηγώντας και του έριχναν με τ ακτινοβόλα αλλά ήταν μάλλον άσχετες οι βολές τους . Βλέποντας της πορείες που πήραν , ο Αρντούρ θεωρώντας πως ο δεξιά έφυγε σε ποιο εύκολο τερέν και αρά θα τον έφτανε ποιο γρήγορα , έφυγε προς τον αριστερό . Το μέγεθος και η κορμοστασιά του νομάδα ήταν κανονική , οπότε μάλλον κάποιος εξόριστος ήταν , οδηγούσε την μοτοσυκλέτα του το δυνατόν ψηλότερα και στα ποιο κακοτράχαλα σημεία … όσο ψηλά και να πηγαίνουν όμως τα αντιβαριτικά , απαιτούν προσοχή που την είχε αλλά …αποροφήθηκε και δεν πρόσεξε ότι ο Αρντούρ κάνει κύκλο με την γριά και θα βρεθεί στο πλάι του . Όταν πια το κατάλαβε , ο γίγαντας είχε σηκωθεί όρθιος στους μαρσπιέδες της γριάς και είχε πιάσει την αντιβαριτικη μοτοσυκλέτα τραβώντας την και καρφώνοντας την κυριολεκτικά , στο χώμα . Η μοτοσυκλέτα σκόρπησε κυριολεκτικά ενώ ο αναβάτης της μπλέχτηκε σε τέτοιο σημείο με τα σίδερα της , που δεν υπήρχε λόγος ν ασχοληθεί κανείς παραπάνω μαζί του . Η γριά συνέχισε την πορεία της διαγράφοντας έναν μεγάλο κύκλο προς την πορεία της δεύτερης μοτοσυκλέτας … δεν πέρασαν μερικά λεπτά και εμφανίστηκε κι αυτή μπροστά της . Ο οδηγός της αν κρίνεις απ’ το μέγεθος του , ήταν κάποιο «λάθος» που μάλλον πίστευε πως είχε κιόλας ξεφύγει . Όταν άκουσε το σφύριγμα της γριάς θα έλεγες πως ήταν πολύ αργά αλλά κάνοντας έναν καταπληκτικό ελιγμό ξέφυγε απ’ του χάρου τα δόντια … προσπαθώντας να βρει ένα κατάλληλα ανώμαλο έδαφος για να γλυτώσει , προσπάθησε να μείνει ψηλά . Όμως το έδαφος δεν είχε αρκετές ανωμαλίες για να κρατήσουν την γριά μακριά του κι έτσι συνέβη το αναπόφευκτο … αυτή την φορά , ο Αρντουρ κατέβασε την μηχανή δίπλα του και κάνοντας μια στραβοτιμονιά την γκρέμισε και κυριολεκτικά πέρασε από πάνω τους . Ο παράνομος είχε σταθεί όρθιος και είχε βγάλει το μαχαίρι από λεπίδα ρουμπινίτη , ήξερε καλά πως αν είχε μια ελπίδα να κάνει κάτι εναντίων του Αρντούρ θα μπορούσε να το πετύχει μόνο μ αυτό το μαχαίρι κι όχι με το ακτινοβόλο . Έπρεπε να σε σκοτώσω μπάτσε του είπε και έβαλε το μαχαίρι εμπρός του …. Ο Αρντουρ τον είδε και χωρίς να το σκεφτεί πολύ χούφτωσε το κρανίο του , τον σήκωσε και περίστρεψε το υπόλοιπο κορμί επι του κεφαλιού δύο τρεις φορές , μέχρι που αυτό αποκολλήθηκε . Είχαν όλα τελειώσει , ήταν τόσος λίγος ο πληθυσμός της Γης που ο φόνος ήταν πολύ μεγάλο πρόβλημα αλλά το εμπόριο αυτών των νομάδων σύντομα θα έφερνε ένα σώμα αστυφυλάκων γι’ αυτούς , οπότε η κατάληξη θα ήταν πάλι η ίδια .

Γύρισε στον καταυλισμό με μεγάλη χαρά μια και ήξερε πως ο έρωτας της ζωής του , θα τον έβλεπε πια σαν ήρωα … βέβαια έβλεπε τα χάλια της μηχανής και δεν του πήγαινε καλά αλλά …. Ναι , θα μπορούσε να την φτιάξει αλλά με τα χρήματα που έβγαζε , θα έβαφε μετά από δύο χρόνια την μία πλευρά … μπορεί να του είχαν σχεδόν δώσει δικαιώματα αστυφύλακα και οι αστυφύλακες να τον έβλεπαν σαν δικό τους αλλά … εργάτης καλλιεργειών ήταν που να τα βρει τα λεφτά και η μηχανή , δώρο από έναν απόστρατο ήταν, κάτι σαν κληρονομιά . Έφτασε και βρήκε άλλους ανθρώπους ! είχαν ηρεμίσει τα πρόσωπα τους , είχαν συνεφέρει αυτούς που ήταν σε κακή κατάσταση , είχαν λίγο ξεπλυθεί κι όλα μ εξαίρεση το περιεχόμενο του φορτηγού έδειχναν μια κανονικότητα . Η Σοράγια είχε πλύνει το πρόσωπο της κι ανάμεσα στα βρεγμένα κόκκινα μαλλιά της , έβλεπες αυτό το υπέροχο βλέμμα … είχε μέγεθος κανονικού ανθρώπου, δηλαδή , ήταν περίπου μισό μέτρο ποιο κοντή απ’ αυτόν . Άρχισε να κατευθύνετε προς τα πάνω του κι αυτός για άλλη μια φορά ένοιωσε αμήχανα και πάγωσε μπροστά της … στάθηκε μπροστά του και φωνάζοντας …γουρούνι! Σκότωσες τόσους ανθρώπους … του γύρισε μια παλαμιά στα μούτρα … αυτός , γυρνάει κι απαντάει …τι είναι το γουρούνι ? περνώντας άμεσα την απάντηση ..εσύ ! Μάζεψε μερικά πτώματα από νομάδες και τους πέταξε μέσα στο φορτηγό… έπρεπε να ετοιμάσει την επιστροφή του και φυσικά να λογοδοτήσει για τα θύματα και ν αποδείξει πως έκαναν εκτός των άλλων εμπόριο υβριδικού κρέατος . Δεν πήραν με πολύ χαρά όλοι οι άλλοι την επιστροφή του φορτηγού στην Κυδώνια αλλά όλοι καταλάβαιναν πως πέρα τον λόγο τους , ο απελευθερωτής τους , είχε μεγάλη ανάγκη κι αυτό . Ο Αρντούρ , όλες της μέρες της επιστροφής με πλαϊνές ματιές έβλεπε την Σοραγιά κι αν υπολογίσεις την ποιότητα της πλευρικής του όρασης , θα έλεγες πως καρφωνόταν πάνω της ολημερής σαν τον χαζό . Όλοι τον είχαν καταλάβει και δεν τους πείραζε άλλωστε μόνο ευγνωμοσύνη του χρωστούσαν αλλά το θέαμα όπως και να ‘χει ήταν κομμάτι κωμικό …. Ο Ούγκα ,ήξερε πως δεν είναι στείρο υβρίδιο και αν έκανε κάποια κίνηση , μπορούσε να του κοστίσει και εξορία αλλά κάποιος γέροντας μορφωμένος του είχε πει κάποτε ,πως ένα σημαντικό βιβλίο , ξεκινούσε ως εξής ..Ω ! έρωτα ανίκητε στην μάχη … οπότε , τι να λέμε, τι να σου κάνει μια ζωή εξορία μπροστά σε πέντε λεπτά μαζί της . Την τρίτη μέρα έφτασαν και έξω απ’ την Κυδώνια βρήκαν μια ομάδα αστυφυλάκων που είχε ξεκινήσει μόλις για ν ανακαλύψει που ήταν όλοι τους . Οι χαρές που έκαναν όλοι ήταν μεγάλες και ο Αρντούρ δεν χρειάστηκε να εξηγήσει πολλά μια και τ αδέρφια του ήταν σίγουρα για την ακεραιότητα του … άσε που τους είχε γλυτώσει μόνος του από μία δουλειά . Αρντούρ , πως σου έκαναν το μηχανάκι έτσι ,είπε ο αρχηγός των αστυφυλάκων κάνοντας πλάκα και κάζο μια και ήξερε πως ο Αρντουρ δύσκολα μιλάει και με τον εκνευρισμό του , μάλλον θα έβγαζε μια άναρθρη κραυγή … κοκκίνησε λοιπόν , άνοιξε το στόμα και ΑΑΑΑΑΑΑ αλλά εκείνη την στιγμή είδε πως τον έβλεπε η Σοράγια και κατάπιε τον θυμό του …Ε! και για την μηχανή δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά αλλά φέρε τα όπλα να στα φτιάξουμε γιατί είναι ντροπή τέτοιος άντρας να κουβαλάει τέτοια ρημαδιά , είπε ο αρχηγός των αστυφυλάκων και γύρισε να φύγει . Τελικά όλοι πήραν τον δρόμο τους κι ο Αρντούρ πήγε στον θόλο 11 οπού γελώντας πήγε στην κάμαρα του αποφεύγοντας τα τρία πιτσιρίκια που είχαν κρεμαστεί πάνω του για να τους φέρει το δέντρο με τα ζαχαρωτά .

Οι μέρες περνούσαν και γυρνούσε κάθε βράδυ στην στολισμένη πόλη προσπαθώντας να βρει κάτι να κάνει αλλά κυρίως να τύχει να πέσει πάνω στην Σοράγια . Την μηχανή την είχε αποφασίσει να μην την κυκλοφορήσει μέχρι να βρει τα λεφτά να την φτιάξει και την είχε βάλει στο τελευταίο έξω θόλο όπου ήταν ασφαλής στα χέρια του φίλου Αρντάν . Μερικές μέρες πριν τα Χριστούγεννα είχε πάει στο κτήριο 6 του θόλου τρία ώστε να παραδώσει τα πιστόλια του για επισκευή όπως του είχαν υποσχεθεί , φεύγοντας πέρασε κι από την «μάνα» του , για να πει ένα γεια . Έλα δω μικρούλι του είπε και προτείνοντας το δεξί της χέρι , άρχισε να ρίχνει χαϊδευτικές παλαμιές στα μάγουλα του … έμαθα πονάει το δοντάκι σου , του είπε αλλά αυτός έδειξε να μην καταλαβαίνει τίποτα …. Ααα!!!! Δεν ξέρεις τίποτα ε? λοιπόν γιε μου σου ‘χω καλά νέα αλλά πρέπει να δώσεις φιλάκι στην Μάτι για να στα πει . Χωρίς να καταλαβαίνει και πολλά πράγματα έσκυψε και την φίλησε ενώ αυτή ευθείς αμέσως τον ρώτησε για την μηχανή του …. Τι κάνει η γριά , την έφτιαξες,,, μπα …που να βρω χρήματα , θέλει τουλάχιστον 500 χουάν και γω που να τα βρω … έχεις δίκιο γιε μου αλλά αν έπαιρνες μια καινούρια μηχανή ποια θα έπαιρνες ? καμία της αποκρίθηκε , την δικιά μου θέλω , ναι αλλά αν , απάντησε αυτή… αν άνοιγε η Γη και κατάπινε το Meguro πάλι Meguro θα ήθελα …δηλαδή άμα είχες λεφτά θα έπαιρνες Meguro!… άμα είχα λεφτά θα τα έδινα για να πάρει έναν εξωσκελετό ο Γκόγια να μπορεί να κινηθεί , αυτό θα έκανα . Ωραία , πες μου τώρα και για την κοπέλα … τι να πω , αφού το απαγορεύει ο νόμος αν και αυτό δεν με νοιάζει και πολύ … τι είναι αυτό που σε νοιάζει τότε … με μισεί , με είμαι και γουρούνι που δεν ξέρω τι σημαίνει αλλά πρέπει να είναι κάτι πολύ κακό . Μάλιστα … του αποκρίθηκε … πιστεύω θα ήθελες να ξέρεις πως είναι στείρα και δεν το απαγορεύει ο νόμος …..Μόλις το άκουσε αυτό , ένοιωσε μια χαρά στην καρδιά του και πέταξε ο φτερωτός Έλληνας θεός μέσα του λίγο ψηλότερα !!! Χωρίς καμία απολύτως καθυστέρηση πήγε στο μαγαζί με τα παιχνίδια , μέχρι τώρα , γυρνούσε γύρω γύρω , τώρα όμως μπήκε μέσα . Έπαιξε το μάτι του γύρω γύρω και προσπάθησε να την δει αλλά δεν ήταν εκεί σίγουρα . Ρώτησε και ενημερώθηκε πως θα διαβάσει παραμύθια στα παιδιά το απόγευμα αμέσως μόλις ο Ήλιος πέσει . Φυσικά και ήταν στην ώρα του εκεί, είχε πάρει και ένα σακούλι καραμέλες ζημιώνοντας τα οικονομικά του κατά μισό χουάν και είχε κάτσει οκλαδών μαζί με τ άλλα παιδάκια ν ακούσει το παραμύθι . Πιστή στο ραντεβού της η Σοράγια διάβαζε την μικρή γοργόνα και όποτε σήκωνε το κεφάλι της , έβλεπε τον Ούγκα να κοιτά με μεγαλύτερη προσήλωσή απ’ τα πεντάχρονα . Όταν τελείωσε το παραμύθι σηκώθηκε μαζί με τ άλλα παιδάκια που του έφταναν στο γόνατο όρθιος και έβλεπε αποσβολωμένος την όμορφη κοκκινομάλλα να τον πλησιάζει με άγριες διαθέσεις ! σταμάτησε ακριβώς μπροστά του και του είπε , τρίζοντας τα δόντια και ακουμπώντας με της δύο της παλάμες το στήθος του … είσαι ΓΟΥΡΟΥΝΙ !!! οκ , είμαι γουρούνι αλλά τι είναι το γουρούνι ? δεν ξέρω αλλά δεν θέλω να σε ξανά δω , του απάντησε κι έφυγε μια και η ένταση της φωνής του Ούγκα για να βγάλει λόγο , είχε κάνει όλο το μαγαζί να γυρίσει . Ο Ούγκα , κατάπιε άλλη μια καραμέλα και απλά γύρισε κι έφυγε , γνέφοντας με ευγένεια σ όλο τον κόσμο σαν να τους έδειχνε το πόσο λυπάται που δεν μπορεί να μιλήσει αλλιώς . Δεν το ‘βαλε κάτω πάντως και την επόμενη μέρα παραμονή των Χριστουγέννων πήγε στο μαγαζί με τα παιχνίδια και έκατσε πάλι εμπρός της περιμένοντας με τ άλλα παιδάκια να τελειώσει . Αυτή , φοβούμενη μην ανοίξει το στόμα του δεν του έκανε σκηνή αλλά αυτός στάθηκε εμπρός της βγάζοντας μια χαμηλόφωνη κραυγή και δίνοντας της ένα χαρτάκι. Γύρισε κι έφυγε . Αύριο θα κάνουμε μια μικρή γιορτή με φίλους στο θόλο καλλιέργειας 11 , θα χαρώ πολύ αν είσαι εκεί , έγραφε το χαρτί . Η γιορτή έγινε και τα τρία παιδιά του θόλου έφαγαν αυθημερόν όλα τα γλυκά του δέντρου αλλά η Σοράγια δεν είχε έρθει … δεν πειράζει Ούγκα του έλεγαν οι φίλοι , κάτι μπορεί να έτυχε στο κορίτσι , κατά βάθος σε θέλει και άλλα τέτοια του έλεγαν όλοι αν και ήξεραν . Οι μέρες πέρασαν και ήρθε η πρωτοχρονιά , το μεσημεριανό τραπέζι ήταν βασιλικό , είχε όλα τα καλούδια της καλλιέργειας και φυσικά όπως άρμοσε στην μέρα και λιγοστό αληθινό κρέας . Η κυριά Ράγια , σύζυγος του αφεντικού είχε φτιάξει όμως πολύ παραπάνω πράγματα απ’ όλους τους ανθρώπους του θόλου που μαζί με τα παιδιά δεν ήταν πάνω από 15 άντε να έρχονταν κι άλλοι δέκα καλεσμένοι ,άσε που τα παιδιά είχαν πάρει τα ρομπότ τους αλλά κι άλλα δώρα απ’ όλους οπότε σιγά μην κάθονταν στο τραπέζι . Απ τους καλεσμένους πρώτα ήρθαν οι τρεις αστυφύλακες που ήταν ίδια γενιά με τον Αρντουρ , κάτι σαν αδέρφια του δηλαδή , έφεραν γλυκά στα παιδιά , λουλούδια στην οικοδέσποινα αλλά και παρέδωσαν τα νέα πιστόλια στον Αρντούρ με της ευχές του αρχηγού όπως του είπαν . Μετά ήρθε ο Αρντάν που έφερε στο σπίτι άφθονο γκρατς δικής του απόσταξης και ζήτησε απ’ τον Αρντούρ να τον βοηθήσει να φέρει ένα πακέτο μέσα λέγοντας και στην οικοδέσποινα , κα Ράγια θα μπορέσετε να μου το φυλάξετε για λίγες μέρες ? φυσικά Αρντάν για όσο θες του αποκρίθηκε . Τι είναι αυτό ρε Αρνταν , ρώτησε ο Αρντούρ καθώς κουβαλούσε το μεγάλο πακέτο μέσα στο σπίτι … έκπληξη για να έναν φίλο του αποκρίθηκε και η συζήτηση σταμάτησε εκεί . Μόλις το είδε η οικοδέσποινα , λέει στον Αρντούρ …ο! είναι πολύ μεγάλο , μήπως μπορείς να το πάρεις για σήμερα που έχουμε το τραπέζι στην κάμαρα σου ? έκανε ένα θετικό νεύμα και πήγε το πακέτο στην κάμερα του . Η ώρα δεν έλεγε να τρέξει γρήγορα μια και το μυαλό του ήταν συνέχεια στην Σοράγια αλλά το γλέντι γύρω του είχε ανάψει για τα καλά … λίγο τα καλούδια , λίγο το γκρατς … Η πόρτα χτύπησε πολλές φορές και κόσμος ήρθε αλλά κάποια στιγμή η κα Ράγια είπε στον Αρντούρ , κάποιοι κύριοι σε θέλουν . Πήγε στην πόρτα και ήταν οι άνθρωποι που είχε σώσει μαζί μερικούς ακόμα , χωρίς την Σοράγια όμως … γεια σου Αρντούρ … έβγαλε ένα βρυχηθμό και χαιρέτησε γνέφοντας με χαρά … ξέρεις , αυτό που έκανες για μας είναι πολύ σημαντικό , ξέρουμε είναι λίγο εγωιστικό που αντιδρούμε τώρα που έτυχε κάτι σ εμάς αλλά αυτό είναι δικό σου , κοιτά να της φερθείς με προσοχή γιατί είναι μοναδική σαν κι εσένα … ο Αρντούρ πήρε το βιβλίο που του έδιναν διακριτικά και γυρίζοντας τα μάτια του προς τα κάτω είδε μια φωτογραφία μηχανής και για τίτλο «This is your new Meguro H3X» … η καρδιά του πετάρισε και γύρισε προς τον ομιλών με γουρλωμένα μάτια σαν να μην ξέρει τι ακριβώς συνέβη … ναι , του αποκρίθηκε και παραμερίζοντας να φανεί η μηχανή από πίσω του είπε , είναι δική σου, καλορίζικη . Πήγε κοντά της και την έβλεπε ήταν κόκκινη σαν την γριά του και ανυπομονούσε να την βάλει σε πολλές φωτογραφίες και να γράψει πολλά χιλιόμετρα ! Αρντούρ άκουσε μια γλυκιά φωνή και γυρίζοντας είδε την γλυκιά του Σοράγια μαζί με τον μικρό Γκόγια απ’ τον οικισμό 11 όρθιο … βλέποντας τον , δεν άντεξε , έτρεξε και τον σήκωσε ψηλά μουγκρίζοντας και χωρίς να ντρέπεται γι’ αυτό . Η Σοράγια τον ακούμπησε απαλά στο στήθος και του είπε … το γουρούνι , στον παλιό κόσμο , ήταν ένα χαριτωμένο μικρό ροζ ζωάκι, ο εξωσκελετός είναι δώρο απ’ το μαγαζί με τα παιχνίδια … και αμέσως τον πήρε αγκαλιά δίνοντας του ένα φιλί . Όλοι μπήκαν μέσα και το γλέντι συνεχίστηκε , όλα ήταν προμελετημένα γι’ αυτό η κα Ράγια είχε φτιάξει τόσο φαΐ και ο Αρντάν είχε φέρει τόσο γκρατς . Η βραδιά ήταν η ποιο όμορφη που είχε ζήσει κι έγινε ακόμα καλύτερη όταν η Σοράγια φεύγοντας του είπε πως θέλει να τον ξαναδεί . Οι ώρες όμως πέρασαν το γλέντι κόπασε , ο κόσμος έφυγε και τα παιδιά κοιμόνταν στο πάτωμα . Ώρα να μαζέψουμε Αρντούρ του είπε η κα Ράγια , βάλε τα παιδιά στα κρεβάτια τους κι όταν πας στην κάμαρα σου ν ανοίξεις το πακέτο , είναι το δώρο απ’ όλους εμάς , καλή χρονιά Αρντούρ ,είπε και του έστειλε ένα φανταστικό φιλί με το χέρι της . Αυτός έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και με γλυκές κινήσεις πείρε τα παιδιά ένα ένα και τα πήγε στο κρεβάτι τους . Πήγε στην κάμαρα του και έβλεπε το «δώρο» του μπροστά απ’ το παράθυρο , ότι και να είναι σκέφτηκε , πρέπει να είναι πολύ μεγάλο …. Ξεμαντάλωσε το ξύλινο σκέπασμα και μπροστά του είχε γυαλισμένο , φρεσκοβαμμένο και μ όλα του τα περιφερειακά αλλαγμένα το δικό του Meguro H3R kokkinafegaria …. Οι φωνές του ακούστηκαν μέχρι τους κεντρικούς θόλους , δεν μπορούσε να ηρεμίσει απ’ την χαρά του … την αγκάλιαζε , την φιλούσε και έβγαζε μουγκρητά χαράς … είχε την γριά , είχε το κορίτσι και τόσο κόσμο να τον αγαπά …. Τελικά η ζωή θέλει απλά να την ζεις .
2018-12-18

Ιωάννης Αλεξανδράκης 2018