Παλιά (μέρος τρίτο και τελευταίο )

Άρθρο: Ιωάννης Αλεξανδράκης
Δώδεκα το βράδυ κι ο Μπάμπης μ ένα μπιτόνι , να ‘χει τραβήξει το καβλιτσέκι του τεπόζιτου από ένα εξελάκι και να ρίχνει την βενζίνη σ ένα μεγάλο γυάλινο της κόκα κόλας , ώστε να το βάλει στο εννιακόσια που το χε καμιά εικοσαριά μέτρα παρακάτω . Έλεος ρε Μπάμπη, του λέει η Στέλλα … δηλαδή ούτε για βενζίνη ρε π@ύστη μου ! Έλα μπέμπα μην κλαις και θα σου δώσω γλειφιτζούρι αποκρίθηκε αλλά ….. Η αλήθεια ήταν , πως αν και μόλις τρεις μέρες είχαν περάσει , τα λεφτά του Μπάμια είχαν τελειώσει στους λεπάδες και σε μια Kerker για το 900 , οπότε αυτή, κυρία και το πρώτο γκομενάκι στην αγορά , πόσο να παίζει ακόμα με τον ινδιάνο ? Είχε βαρεθεί , της την χάλαγαν κι άλλοι τρεις αν και δεν μπλέκαν στα πόδια τους , οπότε το κορίτσι ουσιαστικά είχε κουνήσει μαντήλι κι απλά δεν το ξέρε ακόμα . Το απόγευμα που το μωρό έκανε την κομμώτρια στο μαγαζί της Ντέπης , η τετράδα ήταν αραχτή με τα φραπόλαγα στου κυρ Μήτσου . Έξω στην πλατεία αυτοί αλλά μέσα στο πάγκο και με στάση προς τα έξω ήταν ο περίεργος τυπάκος που τόσο δεν άρεσε του κυρ Μήτσου . Χαλαρός και κακοντυμένος , έπινε έναν καφέ που είχε φτάσει σε απόγνωση , το καλαμάκι είχε απ’ της δαγκανιές γίνει σερπαντίνα κι απ’ το λίγο που περνούσε , φυσούσε κι έκανε μπουρμπουλήθρες στο ποτήρι . Ρε σεις , τον ξέρετε αυτόν , τρεις μέρες τώρα , εδώ είναι , είπε ο κυρ Μήτσος αλλά , άσε ρε μπάρμπα το παιδί , είναι ζαβό , δε το βλέπεις ? αποκρίθηκε ο Θόδωρας και γύρισε στην συζήτηση που ήταν αρκετά σοβαρή . Οι τρεις συγκεντρωμένοι πάνω στον Κώστα ,που κάνοντας φανταστικά σχήματα πάνω στο λευκό τραπέζι με το δάκτυλο του , εξηγούσε το κόλπο για την οριστική διαγραφή των αρχείων του δικαστικού μεγάρου . Η δουλειά , έπρεπε να γίνει το την μεθ επόμενη μέρα , ήταν ιδανικά όλα , θα έπεφτε το Σαββατοκύριακο στην αργία της 28ης οπότε θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν πως οι αίθουσες θα ήταν άδειες . Το σχέδιο ήταν απλό …εύκολα θα μπορούσαν να επιλέξουν για ν ανοίξουν ,κάποια απ’ της τρεις πίσω πόρτες που επικοινωνούσαν με το κεντρικό κτήριο . Από εκεί θα έφταναν στης αίθουσες με τ αρχεία που αν και με βαριά λουκέτα και μπάρες , θα είχαν σχετική άνεση για να τα σπάσουν . Στην συνέχεια , θα μοίραζαν το βραδύκαυστο στα δύο και θα κρατούσαν πέντε μέτρα έξτρα , θ άφηναν τα μισά εκρηκτικά στο ένα δωμάτιο , τ άλλα στο άλλο και θα τραβούσαν γραμμή δέκα μέτρων που σημαίνει πως θα είχαν 70 με 100 δεύτερα για να φύγουν . Τέλος θα εξασφάλιζαν ένα παραπάνω την έκρηξη , έχοντας συνδέσει τα δύο δίκτια με το πεντάμετρο που χαν φυλάξει , ενώ με τα 80 δεύτερα , μπορούσαν να είναι ένα οικοδομικό τετράγωνο μακρύτερα . Έπρεπε απλά να δανειστούν ένα καθαρό όχημα διαφυγής ώστε να μην δημιουργήσουν υποψίες τ οποίο καλά θα ήταν να μην είναι μηχανή αλλά κάτι αδιάφορο και ουδέτερο , ίσως κάποιο αγροτικό .
58373769_2272576169665070_307240661613019136_n

Η Στέλλα είχε βγει στο δρόμο για να γυρίσει σπίτι απ’ την δουλειά και φυσικά δεν περνούσε αδιάφορη , ατάκες τύπου , κάνε την παρέλαση σου στυλοβάτη μου και γοργόνα μου τι θες στην στεριά , ήταν δεδομένες κι απόλυτα φυσιολογικές μια και το μωρό έκανε μπαμ ! Το… δεσποινίς πλησιάστε παρακαλώ … που ακούστηκε απ’ το εν παράπλευρο κίνηση αυτοκίνητο , δεν της φάνηκε όμως και τόσο φυσιολογικό . Κάνει μια έτσι και βλέπει έναν τύπο γύρω στα σαράντα που χε φορέσει ένα κάθε άλλο από φυσικό χαμόγελο . Τράβα και γ@μήσου ρε μ@λ@κα του απάντησε και επιτάχυνε τον ρυθμό της μια κι ο συνοδηγός , βγήκε και την ακολούθησε . Έσφιξε την τσάντα της και γύρισε κάπως πλάι και λέει , φύγε ρε μ@λ@κ@ , θα φωνάξω …. Αστυνομία ρε παλιοπ@υτανάκι , μπες στ’ αυτοκίνητο , ήταν απάντηση και πιάνοντας το δεξί μπράτσο της, άνοιξε την πόρτα και την πέταξε στ’ όχημα που είχε σταματήσει . Άκου μπέμπα της λέει ο οδηγός , πάμε κάπου έξω , σε ρωτάω πέντε πράγματα , τ απαντάς και δεν σε ξέρω , δεν με ξέρεις , γκέγκε ? Αυτή κούνησε το κεφάλι και μαζεύτηκε ακόμα παραπάνω . Βγαίνουν λίγο έξω απ’ την πόλη σ ένα χώρο που μάλλον δεν φόβιζε μια και είχε μια σχετική κίνηση από διερχόμενα οχήματα κι ήταν κι ανοιχτάδα . Της άνοιξαν την πόρτα απ’ έξω και μόλις αυτή βγήκε , ο οδηγός , έχωσε τον δείκτη και τον αντίχειρα του σαν δαγκάνες στα μάγουλα της και κουνώντας της το πρόσωπο λέει … λοιπόν τσουλίτσα , ότι ρωτάω απαντάς και δεν θέλω ούτε δισταγμούς , ούτε φωνές . Τι ρόλο βαράει ο μλκας που νταραβερίζεσαι ? δεν τον ξέρω παρά τρεις μέρες απάντησε …κοίτα είναι κλέφτης , απατεωνάκος και γενικά χαμένο κορμί αλλά αυτά και τα ξέρεις και δεν με νοιάζουν , της απάντησε . Μήπως σου είπε κάτι ποιο βαρύ απ’ αυτό , κάτι ποιο άγριο , της είπε ενώ τα μούτρα του είχαν φτάσει στους δέκα πόντους τα δικά της και το βλέμμα του , σ έκανε πράγματι να πιστέψεις πως το να πεις ψέματα , δεν είναι καλή ιδέα . Την πρώτη μέρα που βγήκαμε μου είπε πως έχει πολλά να κάνει ακόμα και θα τα κάνει σύντομα , αλλά δεν ξέρω τίποτα παραπάνω …. Την κοίταξε στα μάτια και με βαθιά βαριά φωνή που θύμιζε την ηρεμία χιλίων δαιμόνων , ρωτάει ξανα , είσαι σίγουρη ? με τα πόδια έτοιμα σχεδόν να καταρρεύσουν , απάντησε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της . Οι μπάτσοι μπήκαν στ’ αμάξι κι έφυγαν , ενώ η Στέλλα , έλεγε και ξανά έλεγε στον εαυτό της , πως δεν θα ξανά μπλέξει με μλκες και προσπαθούσε να στυλωθεί για να κάνει οτοστόπ και να γυρίσει πίσω .

Ο Μπάμπης ήταν στο δωμάτιο που νοίκιαζε σε μια αυλή κι έχοντας γλύψει το boldor , ήταν έτοιμος να την κάνει , να βρει τους άλλους και να βγουν στην γύρα . Είχε στην διαπασών την μουσική στο κασετοφωνάκι και δεν πήρε πρέφα την κίνηση έξω . Η πόρτα χτύπησε με αρκετή δύναμη ψηλά , στο ύψος του προσώπου σε τρεις συνεχόμενες φορές , δεν υπήρχε λόγος να ρωτήσει ποιος είναι… ήξερε, μόνο μπάτσος χτυπάει έτσι πόρτα , οπότε την στιγμή που πηδούσε απ’ το παράθυρο ακούστηκε και το αστυνομία ανοίξτε . Ψυχρόαιμος όπως ήταν , είδε την έξω κατάσταση και την έκρινε δύσκολη αλλά θα έκανε ότι μπορούσε . Τα περιπολικά ήταν δύο , στην αυλή δεν υπήρχε χωροφύλακας αλλά μόνο στην πόρτα του κι έξω στο πεζοδρόμιο , κάπου εκεί ήταν και το boldor , οπότε , ήθελε απλά λίγη τύχη και πολύ ψυχραιμία . Κινήθηκε μέσα στην αυλή και στην πλάτη αυτών που χτυπούσαν την πόρτα, ήρεμα και χαλαρά ,βγήκε έξω .Έκανε ένα νεύμα και χαμογέλασε στους αστυνομικούς και καθώς του ανταπέδιδαν τον χαιρετισμό ανέβηκε στο εννιακόσια. Έβαλε το κλειδί και ήταν έτοιμος να μιζάρει έχοντας μια εκπληκτική για την στιγμή ηρεμία . Στην πρώτη πρώτη μιζιά πήρε μπρος αλλά και οι αστυνομικοί της πόρτας γύρισαν προς το μέρος του . Έβαλε πρώτη και ξεκίνησε μπροστά απ’ τους έξω αστυνομικούς ενώ οι μέσα φώναξαν … αυτός είναι πιάστον ! είχε κάνει 4-5 μέτρα , όταν ο ένας αστυνομικός τράβηξε πιστόλι και το σήκωσε με σκοπό να ρίξει , όταν ο άλλος του χτυπούσε με την δεξιά παλάμη το πάνω μέρος των χεριών του . Τι κάνεις ρε μλκα , θα σκοτώσεις το παιδί για πλάκα … σαστισμένος ο πρώτος , σηκώνει ξανά το όπλο και το γυρίζει προς το εννιακόσια που έφευγε …ξεκόλλα ρε , τι θα πεις σπίτι στο παιδί σου , του λέει ξανά ο άλλος και μετά από ένα δυο δευτερόλεπτα που φάνηκαν αιώνας , κατέβασε οριστικά το πιστόλι κάτω . Έτσι , δεν πειράζει , δεν χάθηκε κι ο κόσμος , θα τον πιάσουμε στην πόλη είπε , άνοιξε την πόρτα του περιπολικού και μπήκε μέσα ακολουθώντας την πορεία του boldor ενώ ταυτόχρονα , ενημέρωνε στον ασύρματο . Ανοιχτές οι σειρήνες και πίσω απ’ το Μπάμπη ,τα περιπολικά όμως, ως άνευρος που ήταν , ήξερε πως δύσκολα θα μπορούσαν να τον πιάσουν και οδηγούσε γρήγορα αλλά όχι ριψοκίνδυνα . Ακούγοντας της σειρήνες όλο και ποιο μακριά , έκανε και τα σουζάκια του αλλά το θέμα ήταν , που θα πήγαινε τώρα … Σίγουρα δεν θα μπορούσε να πάει να βρει τους άλλους , ο Μπάμιας θα ήταν πολύ κακή ιδέα , οπότε η κάμαρα της Στέλλας θα ήταν μια καλή κι απόλυτα λογική λύση . Βγαίνοντας στην ευθεία για την Στέλλα , έχει Δευτέρα , σηκώνει στην τσιτιά και στο ζύγιασμά χώνει τρίτη κι αφήνει το μηχανάκι να κυλήσει στο καπάκι με το φρένο του…και τι πιλότος ! να πηγαίνει το Boldor κατάρτι με σαράντα και η ουρά να είναι στον πόντο απ την άσφαλτο . Του άρεσε αυτή η ευθεία , είχε κόσμο να τον δει , έκανε εφέ στο γκομενάκι και η ακουστική τον έκανε περήφανο για την καινούρια του εξάτμιση . Ούτε καν είδε τον μπάτσο στην άκρη του δρόμου που στην ουσία πέταξε το μπατσικό Guzzi στην μέση και το εννιακόσια μαζί με τον Μπάμπη άρχισε να κάνει τούμπες για τα επόμενα σχεδόν τριάντα μέτρα . Ώσπου να συνέλθει να ξεζαλιστεί και να σηκωθεί , είχαν φτάσει και τα δύο περιπολικά που ακολουθούσαν απ’ το σπίτι του , χωρίς σειρήνες μια και όπως αυτός , θεώρησαν κι αυτοί λογικό να πάει στην Στέλλα . Το πρώτο που άκουσε μόλις είδε τους μπάτσους από πάνω του ήταν …ήρθες να βρεις την Δουλτσινέα αγόρι μου ? μην σε τρομάξω αλλά σ έχει πουλήσει . Τσέκαραν αν είχε χτυπήσει και μετά του πέρασαν χειροπέδες με τα χέρια μπροστά και τον σήκωσαν απ’ τα μπράτσα . Αυτός σηκώθηκε ήρεμα και βλέποντας την Στέλλα έξω μια και ουσιαστικά όλα είχαν γίνει έξω απ’ την κάμαρα της , απλά γύρισε το κεφάλι προς το μέρος της , την είδε και ξανά γύρισε μπροστά του , χωρίς να κάνει καμία γκριμάτσα και κανένα μορφασμό .
57353008_423652204858156_4637653188835540992_n

Κύριε κλείνουμε είπε ο κυρ Μήτσος στον περίεργο πελάτη του και συνέχιζε να μαζεύει τα τραπεζάκια του απ’ έξω . Πέρασαν δέκα λεπτά και είχε ολοκληρώσει όλες της εργασίες , όταν ξανά στήθηκε μέσα στον πάγκο του και έλεγε για δεύτερη φορά στον παράξενο πελάτη του… πήγαινε σπίτι σου αγόρι μου , κλείσαμε …αυτό ακριβώς περίμενα κι εγώ , του αποκρίθηκε και συνέχισε … Λοιπόν μπάρμπα δεν έχεις και καλό αλλά δεν έχεις και κακό όνομα στην αγορά , τόσες μέρες που είμαι εδώ , παράξενο μου φαίνεται αλλά δεν απασχολείς . Εγώ με την σειρά μου , δεν έχω κακό όνομα , έχω το χειρότερο και δεν υπάρχει περίπτωση να θελήσω κάτι και να μην το μάθω…είπε κι ακούμπησε την αστυνομική του ταυτότητα στον πάγκο και μπροστά στα μάτια του κυρ Μήτσου που δεν έδειξε να τρομάζει κι απάντησε … κοίτα αυτά τα χεράκια του είπε και σήκωσε τα χέρια ψηλά … το 1944 σκότωσαν για πρώτη φορά άνθρωπο μετά τράβηξαν κι έναν ολόκληρο εμφύλιο και ήμουν σχεδόν παιδί αμούστακο , δεν έχω κάνει κάτι και αν δεν ήσουν τόσο μικρός , θα έκανα τον κόπο , να σου πω να μου κλάσεις μια μάντρα @ρχδια . Άλα της και αλανιάρης ο μπάρμπας ο μπαρουτοκαπνισμένος , είπε και πέταξε το μεγάλο τασάκι του πάγκου σπάζοντας 4-5 μπουκάλια πίσω απ’ αυτόν . Έχω κλάσει μέντες , απάντησε ο κυρ Μήτσος χωρίς καν να πεταρίσει το βλέφαρο του …. Σου λέω αλήθεια , σ έχω σταμπάρει ! να σου δώσω και φωτογραφία να μ έχεις και κορνίζα στο κομοδίνο , να με βλέπεις πριν κάνεις νάνι …. Είπε ο κυρ Μήτσος κι όσο τσαμπουκά κι αν είχε , που είχε μέσα του , όταν ο μπάτσος γύρισε και τον είδε στα μάτια , κατάλαβε , πως εκεί τελείωνε η στιχομυθία και έπρεπε να σωπάσει τώρα . Μ ένα κορμί να βράζει ολόκληρο και μένα βλέμμα έτοιμο να πάρει φωτιά , ο μπάτσος έκλεισε το θέμα λέγοντας … πας κατευθείαν σπίτι σου , δεν μιλάς σε κανένα , αύριο ανοίγεις κανονικά και στην πόρτα θα βρεις δύο δικούς μου , δεν τους μιλάς , τους φτιάχνεις καφέ και συνεχίζεις κανονικά ,

Γονατισμένος στο πάτωμα της ασφάλειας ο Μπάμπης , είχε κάνει μια μικρή λίμνη από αίμα στο πάτωμα … που είναι τα εκρηκτικά ρε μπστρδε του έλεγε ο ένας αστυνομικός , ενώ ο άλλος με απόλυτη χαλαρότητα άφηνε ατάκες στον αέρα σαν…. Σ έχουν πουλήσει όλοι μην το παλεύεις … τελείωσε η τύχη σου , πες τα όλα και ο κόσμος θα γίνει καλύτερος …αλλά μπα… Όσα σουτ και μπουνιές στο στομάχι κι αν είχε φάει , όλοι οι ανακριτές , έβλεπαν πως θα έπρεπε να κάνουν κάτι ποιο δραστικό …. Του έβγαλαν τα παπούτσια και πέρασαν τα χέρια πίσω απ’ τα γόνατα του δεμένα τόσο κοντά που να μην μπορεί να ξεδιπλώσει . Κάθε 2-3 λεπτά σήκωναν το γκλοπ και το έφερναν με δύναμη πάνω στης πατούσες που είχαν πρηστεί κι ο πόνος ήταν αλύπητος . Ο Μπάμπης δεν ήταν ήρωας , ούτε φοβερά δυνατός αλλά ήταν από μικρός τόσο ψυχρός που πολλοί τον θεωρούσαν άρρωστο . Σε κάποιο άλλο δωμάτιο της ασφάλειας , φυσικά και ήταν η Στέλλα που δεν θα μπορούσε να μείνει ελεύθερη για μία τουλάχιστον μέρα .

Ο Γιώργος στάθηκε τυχερός μια και οι μπάτσοι δεν τον πέτυχαν μέσα στο σπίτι του αλλά πάνω στο πεντέμισι . Λίγα μέτρα είχε απομακρυνθεί απ’ το σπίτι του και στην ουσία το ΧΤ κατηφόριζε το δρόμο με τον αέρα σηκωμένο και το γκάζι κλειστό . Τα αυτοκίνητα δεν ήταν περιπολικά αλλά όλοι στην πόλη ήξεραν τα δύο τρία αυτοκίνητα που χρησιμοποιούσε η ασφάλεια , φυσικά το γνώριζε κι ο Γιώργος . Το μάτι του έπαιξε και κάνοντας τον αδιάφορο , στο βάθος της εικόνας διάκρινε πως ο οπτικός στόχος των αστυνομικών δεν ήταν άλλος απ’ αυτόν . Έπρεπε να βρει άμεσα χώματα και μάλιστα γνωστά χώματα , ήταν η καλύτερη οδός για την διαφυγή του . Χαλαρά σαν εικόνα αλλά με την ψυχή στο στόμα , άφηνε το ΧΤ να κυλάει , φέρνοντας το στην πλευρά που οδηγεί στην ποιο βρώμική , περίεργη και ελάχιστα δομημένη πλευρά της πόλης , μια πλευρά , μ αλάνες , υψώματα , ρέματα και παράγκες που ζουν γύφτοι . Κλείνει τον αέρα , σφίγγει το γκάζι κι όπως περνά αμέριμνος το δρόμο , φρενάρει , γυρνάει την μηχανή ,ανοίγει γκάζι , καβαλάει πεζοδρόμιο και φεύγει μέσα απ’ της αλάνες για τα Γύφτικα . Τα μπατσικά αιφνιδιάστηκαν αλλά δεν το σκέφτηκαν δεύτερη φορά , βούτηξαν κι αυτά , προσπαθώντας να φτάσουν το πεντέμισι που ήταν στο οπτικό τους πεδίο πριν αυτό πάει σε στενοκοπιές . Είχαν ενημερώσει για να κλείσουν οι δρόμοι απ’ την άλλη πλευρά αλλά στην ουσία ήξεραν πως το πεντέμισι , είχε τραβήξει από άσσο , δεκάρι και η παρτίδα είχε τελειώσει . Τ αυτοκίνητα , σχεδόν δεν πατούσαν στο έδαφος αλλά όσο επικίνδυνα κι αν οδηγούσαν , ο Γιώργος έμοιαζε όλο και ποιο μακριά … η Gianneli του ΧΤ άφηνε ντεσιμπέλ στον αέρα κι έκανε την νύχτα να μοιάζει μαγική , ενώ αρκετά γυφτάκια που γύριζαν στην περιοχή είχαν ενθουσιαστεί και φώναζαν στον Γιώργο , σούζα σούζα …. Που καιρός βέβαια για τέτοια μια και έπρεπε πρώτα να σιγουρέψει την φυγή του που δεν συνέβη ποτέ ! ένα καρότσι απ’ τα Πρισουνίκ Μαρινόπουλος , άγνωστο πως βρέθηκε εκεί , είχε κάνει την ανατροπή στην καταδίωξη …..περνούσε ώρες στην περιοχή κάθε μέρα σχεδόν κάνοντας προπόνηση , ήξερε τόσο καλά την περιοχή που θα μπορούσε να είναι και με κλειστά φώτα , το πως βρέθηκε εκεί το καρότσι είναι άγνωστο αλλά όταν το φώτισε ο προβολέας , τρόμαξε ! δεν μπόρεσε να το αποφύγει κι εκεί ήταν που τελείωσαν όλα . Όταν άνοιξε τα μάτια , ήταν δίπλα η μάνα του , αυτός στο κρεβάτι και τα δύο του πόδια κρεμασμένα στο αέρα από δύο γερανούς στημένους δεξιά – αριστερά στο κρεβάτι . Τα πόδια του , ήταν γεμάτα γάζες και απ’ έξω έβλεπες μόνο κάτι μακριές βίδες και λάμες ! τρόμαξε και γύρισε προς την μάνα του , που του είπε … τρεις ώρες σ είχαν σε χειρουργείο , δεν θα έχεις πρόβλημα είπαν αλλά θα περάσει ένας χρόνος τουλάχιστον μέχρι να περπατήσεις κανονικά .

Τι κάνουμε ? είπε ο περίεργος θαμώνας στον Θόδωρα ενώ είχε καθίσει απέναντι του . Τι να κάνουμε ρε φίλε , ούτε καφέ δεν έχουμε πιεί ακόμα ! α…. δε θέλω τέτοια θα σε μαλώσω του αποκρίθηκε και σήκωσε το χέρι ψηλά φωνάζοντας …καφετζή , ο καφές του παιδιού είναι από μένα . Σε ξέρω εσένα ? είπε ο Θόδωρας , έρχεσαι τελευταία εδώ κι ο κυρ Μήτσος έχει φρικάρει …. Ναι , του απάντησε , είναι ωραίο το γερόντι και το λέει η καρδιά του , εσένα δεν βλέπω να κόβει το μάτι σου . Χαχαχαχαχα είσαι και χωρατατζής ε ? ναι ! άκου τώρα ένα ωραία αστείο ,του λέει , ακουμπά την αστυνομική ταυτότητα στο τραπέζι και συνεχίζει … οι δύο κύριοι που είναι πίσω σου και γυρνώντας ο Θόδωρας βλέπει δυό νταγλαράδες πάνω απ’ τους ώμους του … είναι φίλοι μου και τώρα εσύ , θα σηκωθείς , θα σε πάρουν αγκαλίτσα και θα σε πάρουν απ’ εδώ , ενώ εγώ θα μείνω να περιμένω τον φίλο σου τον Κώστα μια και όλους τους άλλους σας έχουμε .

Μπορεί να είχε περάσει και μια ώρα από την στιγμή που πήραν τον Θόδωρα κι ο Κώστας σταματούσε έξω την Ματζέστι … ο καιρός είχε βαρύνει πολύ , είχε σκοτεινιάσει και το μαύρο ΚΖ , έμοιαζε σαν να είχε βγει απ’ την κόλαση . Ενώ είχε ανασηκωθεί απ’ την σέλα , βλέπει φευγαλέα τον Μήτσο να του κάνει ένα ανεπαίσθητο αρνητικό νεύμα που τον έκανε να καθίσει πάλι στην σέλα προσποιούμενος πως κάτι είδε και να περιεργασθεί διακριτικά τον χώρο για δεύτερη φορά . Το μάτι του άρπαξε την κίνηση προς το μέρος του και προσποιούμενος πως βλέπει κάτι κάτω στην αλυσίδα , γυρνάει τον διακόπτη και ανοίγει τα ρεύματα , επαναφέρει αργά το κορμί του , κόβοντας κίνηση , πατάει μίζα , χώνει ταχύτητα κι ανοίγει το γκάζι την ίδια στιγμή . Το ΚΖ πετάχτηκε πάνω στο πεζοδρόμιο και οι λαιμοί το χτύπησαν τόσο που έφυγε ένα σημαντικό κομμάτι του . Έφυγε στην ευθεία και μέσα απ’ τα τραπεζάκια , αφήνοντας μπάτσους και θαμώνες αγάλματα ! πήδηξε το πεζοδρόμιο απ’ την άλλη και μπήκε στην ροτόντα της πλατείας με τα όλα κι ανάποδα . Οι πρώτες σταγόνες βροχής έπεφταν στα μούτρα του Κωστή και το μηχανάκι , τραβούσε γραμμή στο δρόμο μ ένα ανάποδο που αν έφευγε λίγο , δεν υπήρχε επιστροφή …. Ο Κώστας το ξερε και είχε κρεμαστεί σ έναν αγώνα χωρίς αύριο . Οι μπάτσοι έκαναν , δυό τρία δευτερόλεπτα να ξεπεράσουν το σοκ , να μπουν σε δύο αυτοκίνητα και να τρέξουν πίσω απ’ το πουσαρισμένο μαύρο Kawasaki .

Αυτός θα μας τα ξεράσει όλα , δεν είναι σαν τον φίλο του , έλεγε με απόλυτη σιγουριά ο ένας απ’ τους δύο άντρες της ασφάλειας που είχαν αναλάβει να μιλήσουν στον Θόδωρα . Ξέρεις ποιος είναι δίπλα κι αναπνέει μέσα στα αίματα του ??? ο φίλος σου ο Μπάμπης , γι’ αυτό κάνε την χάρη στον εαυτό σου , μην μας βάλεις σε τέτοιο κόπο …κι ο φίλος σου τελικά , όλα τα πε… του είπε ο ψηλός άνδρας αν και φυσικά , δεν είχε πάρει κουβέντα απ’ τον Μπάμπη . Φέρε το καθήκι εδώ φώναξε στον συνεργάτη που τον έφερε δίπλα σε μια πόρτα . Ανοίγοντας την , είδε τον Μπάμπη χωρίς αίματα φυσικά αλλά δεμένο πισθάγκωνα χάμω στο πάτωμα . Ο ψηλός γύρισε στο παράθυρο που είχε αρχίσει να βρέχετε απ’ την ασυνήθιστα έντονη για την εποχή βροχή , άναψε ένα τσιγάρο και χωρίς να γυρίσει την πλάτη του , είπε …μίλα και θα φύγεις από εδώ ανέγγιχτος και χωρίς κανείς να μάθει τι είπαμε…

Η ανέλπιστη βροχή , δεν βοηθούσε το ΚΖ απέναντι στ’ αυτοκίνητα της ασφάλειας που τώρα πια δεν ήταν μόνα μια και όλοι οι αστυνομικοί που βρέθηκαν στον δρόμο , είχαν αφιερωθεί στην καταδίωξη του . Το μαλλί του Κώστα είχε καθίσει στην πλάτη του κι ένοιωθε την βροχή να κατρακυλάει από εκεί σ όλο το κορμί του , δεν υπήρχε κομμάτι του στεγνό αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου ! Μισόκλεινε τα μάτια του για να βλέπει κι άνοιγε το στόμα του για να μπαίνει μέσα το νερό … ένοιωθε την δροσιά του , την υφή και την γεύση του , ενώ η καταδίωξη είχε γίνει πια , κάτι ηδονικό γι’ αυτόν . Ο ήχος της devil γέμιζε τους δρόμους της πόλης και σε κάθε στροφή , πρόσφερε θέαμα …. ανάποδα , μπαντιλίκια , σφήνες κι όλα στο βρεγμένο ! ήταν η στιγμή της ζωής του , ήταν ο βασιλιάς του δρόμου ,ήταν αήττητος και δεν ένιωθε κανένα φόβο … απλά οδηγούσε σαν να είναι σ άλλη πραγματικότητα , σαν να μην είναι αληθινός ο δρόμος , σαν να μην ζούσε την στιγμή . Στο μυαλό του , έβλεπε εικόνες , έκανες σκέψης άσχετες , θυμόταν την δασκάλα στο δημοτικό , τον σχωρεμένο τον πατέρα του … το πρώτο του φιλί …. Είχε ξεπεράσει τον χρόνο και ζούσε τα δευτερόλεπτα για λεπτά ,όλα ήταν σαν σε slow motion … έβλεπε την στροφή δεξιά , σήκωνε το πόδι και πατούσε με δύναμη τον αριστερό πατητήρα ενώ ταυτόχρονα μετρούσε στην σόλα του , τα περάσματα της αλυσίδας , κρίκο , κρίκο .Τραβούσε το τιμόνι προς το μέρος του , ενώ μετρούσε της σταγόνες της βροχής μία μία …. Ο ήχος πια , ήταν ένα απλό , αργόσυρτο βουητό και τα φώτα της πόλης , κουκίδες άμμου που θα λεγες πως κάποιος της αφήνει να τρέξουν απ’ το χέρι του σε μια φωτεινή κλεψύδρα . Η φυγή δεν είχε σημασία , οι διώκτες δεν είχαν καμία σημασία ..απλά δεν ήθελε να σταματήσει να οδηγεί . Το μλκισμένο ή θα σκοτωθεί ή θα σκοτώσει κανένα , μονολόγησε ο περίεργος θαμώνας του κυρ Μήτσου μέσα στο αυτοκίνητο και σήκωσε το CB λέγοντας …. Κέντρο , τέλος καταδίωξης , επαναλαμβάνω , αποσυρθείτε , τέλος καταδίωξης .

Νωρίς το πρωί και στο πίσω περιπολικό ήταν δύο αστυνομικοί , ο Θόδωρας κι ο ψηλός της ασφάλειας, είχαν μπει κιόλας στα χωράφια .Η κίνηση ήταν εξαιρετικά δύσκολη μια και η χθεσινοβραδινή βροχή ήταν πολύ παραπάνω απ’ το αναμενόμενο . Κάποια στιγμή τ αυτοκίνητα δεν μπορούσαν να πάνε παραπέρα οπότε οι αστυνομικοί με τον Θόδωρα , έπρεπε να συνεχίσουν με τα πόδια ώστε να τους υποδείξει το σημείο με τα εκρηκτικά και να κλείσουν το θέμα . Ουσιαστικά ήξεραν που πάνε μια κι ο ένας εκ των αστυνομικών , γνώριζε την ύπαρξη της γέφυρας και θα την έβρισκε πολύ ευκολότερα απ’ τον Θόδωρα που την είχε δει μία μόνο φορά . Όμως αν ήθελαν να βρουν εκρηκτικά , έπρεπε κυριολεκτικά να βρέξουν κ@λο μια και το ποταμάκι ήταν, ένεκα της βραδινής βροχής ποιο μεγάλο κι απ’ τον Δούναβη …. Πήγαν κι εκεί που είχε πετάξει κι ο Μπάμιας ,που τον είχαν στο τμήμα, το Θησαυροφυλάκιο αλλά μπα …. άπατα κι εκεί τα νερά . Θα τα βρούμε όλα παρακάτω είπε ο ψηλός της ασφάλειας πιστεύοντας πως τα νερά δεν ήταν και τόσο δυνατά αλλά … δυό μέρες έψαχναν όλη την κοίτη του ποταμού και τίποτα …. Δεν περίμενε βέβαια να βρει τον σάκο με τα εκρηκτικά , αυτά θα κολυμπούσαν μάλλον για Κρήτη πια αλλά είχε την ελπίδα για το θησαυροφυλάκιο που ήταν βαρύ πράγμα αλλά …δεν .

Όταν ο Κώστας μπήκε στον θάλαμο του νοσοκομείου ο Γιώργος σάστισε και κάνοντας περίεργες , σχεδόν κωμικές κινήσεις προσπαθούσε να του δώσει να καταλάβει πως υπήρχε πρόβλημα και θα έπρεπε να φύγει . Μην σε νοιάζει ρε …. Όλα τελειώσανε του είπε δείχνοντας πως έξω απ’ το δωμάτιο δεν υπήρχε αστυνομικός και συνέχισε…τα είπε όλα ο ντενεκές ο Θόδωρας αλλά δεν βρήκαν τίποτα , τα χε πάρει όλα το ποτάμι , μάλλον τώρα είναι στου Μητσοτάκη , να μην σου πω , πως μπορεί να ναι και στου Καντάφι . Κομμάτια τα κανες τα ποδάρια σου βλέπω … άσε ρε φίλε , αποκρίθηκε , δεν κατάλαβα κι εγώ πως την πάτησα έτσι , το μηχανάκι ? τρόχαλος έγινε , δε φτιάχνει , θα πάρουμε τα νούμερα και δυό τρία πράγματα ακόμα αλλά μετά έφυγε για μπάνιο … Κρίμα ρε … τι κρίμα ? κρίμα είναι τα πόδια σου που δεν προλάβαν να κολλήσουν κι άντε απ’ την αρχή βίδες , παξιμάδια και μπετόβεργες . Με τον Θόδωρα τι θα παίξει ? είπε ο Γιώργος… οκ μωρέ , φοβήθηκε γιατί βάρεσαν καλά το Μπάμπη αλλά δεν είναι πια για την παρέα , από δω και πέρα θα τα λέει όλα και μόλις πάψει να τους δίνει , θα τον χώσουν μέσα για να επανέλθει η μνήμη του , δε λέει σου λέω .

Γδύσου ρε ! είπε ο ένστολος αστυνομικός που ποτέ δεν είχε δει ξανά ο Μπάμπης …. Τον είχα 2-3 μέρες ξεχασμένο στο κελί του αυτόφωρου αλλά χωρίς να του έχουν απαγγείλει κατηγορίες και αυτό λίγο τον ξένιζε . Έβλεπε ανθρώπους να μπαίνουν , ανθρώπους να βγαίνουν , δεν καταλάβαινε γιατί δεν έρχεται η σειρά του κι όταν λένε τ όνομα του , του δίνουν κάνα ποτήρι νερό ή κάνα σάντουιτς ,,, μια φορά ένας χωροφύλακας , του χε φέρει και κανονικό φαΐ σε ταπεράκι αλλά ότι και να ρωτούσε απάντηση δεν έπαιρνε . Γιατί να γδυθώ , ρώτησε ….είσαι μέρες εδώ και θα πας για μπάνιο του απάντησαν , πράγμα το οποίο ήταν και ψευδές βέβαια . Άρχισε να γδύνετε κι όταν έμεινε με το σώβρακο, τον σταμάτησαν λέγοντας του … αυτό άστο , δε θα κυκλοφορείς εδώ μέσα και ξεβράκωτος . Περπάτησε λίγο χωρίς χειροπέδες και μπήκε σ ένα δωμάτιο που χε περάσει ξανά όταν μπήκε μέσα . Τον έβαλαν να υπογράψει κάτι δηλώσεις χωρίς καν να τον αφήσουν να της διαβάσει , του έδωσαν ένα σακουλάκι με το ρολόι , το πορτοφόλι και μια καδένα χρυσή που φορούσε και ο αστυνομικός του είπε … είμαστε σε καλή μέρα και για την ώρα αποφασίσαμε να πας σπίτι … μα είμαι γυμνός απάντησε…τα ρούχα σου δυστυχώς , μετά που τα έβγαλες τα χάσαμε… μα, διαμαρτυρήθηκε … τι θες να πεις πως σου κλέψαμε κάτι , λείπει κάτι απ’ το πορτοφόλι σου ? απάντησε ο αστυνομικός κι έτσι ο Μπάμπης , κατάλαβε πως δεν υπάρχει ελπίδα να φύγει ,η απελευθέρωση του είναι μάλλον ψεύτικη και τότε ακούει την φωνή του αστυφύλακα … Ε!!! έλα πίσω ρε τζερεμέ , ξέχασες τα κλειδιά του Boldor είπε , πετώντας τα προς τον Μπάμπη και γελώντας δυνατά . Αναίσθητος όπως ήταν , δεν ασχολήθηκε καθόλου , άρπαξε τα κλειδιά και βγήκε με το σώβρακο στην αυλή του τμήματος αποφασισμένος να παίξει το παιχνίδι τους. Στάθηκε όρθιος κάτω απ’ το φως της μέρας , περιμένοντας κάτι να συμβεί , πέρασε μισό λεπτό και τίποτα …κατέβηκε τα σκαλιά του αυλόγυρου και πάλι τίποτα … περίμενε , γύρισε δυό , τρεις φορές προς τα πίσω αλλά τίποτα … ρε μπας??? Σκέφτηκε και προχώρησε στην εξώπορτα αρχίζοντας να σκέφτεται με τι θα κρύψει την γύμνια του . Είχε εστιάσει απόλυτα την σκέψη του στο τι θα βάλει , όταν ακριβώς έξω απ’ την ασφάλεια , έσκασε στα μούτρα του ένα παντελόνι φόρμας… βάλτο ρε μλκισμένο , ακούστηκε η φωνή του Μπάμια μέσα απ’ την κλούβα που ήταν απέναντι . Φόρεσε την φόρμα και μπήκε στην θέση του συνοδηγού λέγοντας , φχαριστώ ρε φίλε , δεν ήξερα τι θα κάνω … εγώ σ ευχαριστώ που είσαι ωραίος απάντησε ο Μπάμιας μια και είχε ενημερωθεί για την συμπεριφορά του Μπάμπη στην ασφάλεια . Το boldor ρε φίλε , ήταν η πρώτη του κουβέντα… πήγα να το πάρω αλλά δεν θα ενθουσιαστείς , γι’ αυτό πίσω τι λες ? Γυρνά πίσω στην κλούβα ο Μπάμπης και βλέπει ένα πενιέ μαύρο μπόλντουρα με κόκκινα αυτοκόλλητα κι όλα κομπλέ… γέφυρα , κοκωβιό , τομασελιασμένο , κερκερωμένο , μικουνιασμένο , όλα κομπλέ λέμε …. Τι λες ρε φίλε! Είπε μ ενθουσιασμό . Λοιπόν μικρέ , σε πάω σπίτι , κατεβάζεις το μηχανάκι , είναι το δώρο μου για σένα και εσύ ξεχνάς από εδώ και πέρα πως κάποτε με γνώριζες . Τα μούτρα του Μπάμπη άστραψαν και η χαρά του είχε χτυπήσει κόκκινο…ευχαριστώ , ευχαριστώ έλεγε ξανά και ξανά … Μην με ευχαριστείς το αξίζεις , στον φάκελο μέσα είναι τα χαρτιά και οι εξουσιοδοτήσεις να το βάλεις στ’ όνομα σου , είναι καθαρό , είπε ο Μπάμιας . Ανοίγει τον φάκελο και βρίσκει μέσα και δέκα μετρημένα χιλιάρικα … ρε Μπάμια εδώ έχει και λεφτά ! πολλά λεφτά , λέει …. Ναι ρε , του απαντά , για να κάνεις αρχή , μην τα φας όλα όμως , ν αφήσεις και μερικά , να πας βόλτα και το κορίτσι , τ απάντησε . Ποιο κορίτσι είπε μ απορία ο Μπάμπης …αυτό , απάντησε ο Μπάμιας , δείχνοντας την Στέλλα να τον περιμένει καθισμένη έξω απ’ την κάμαρα του .

Μου βγάλατε την ψυχή παλιόπαιδα , έλεγε ο κυρ Μήτσος του Κώστα καθώς του σέρβιρε τον καφέ …. Άμα είναι να στεναχωριέσαι για μας , θα ζήσεις λίγο , απάντησε ο Κώστας που κάθονταν μόνος του στο κλασσικό της παρέας τραπεζάκι . Δυο τρεις ρουφηξιές είχε πάρει , όταν τ αυτοκίνητο με τους παλιούς του γνώριμους ήταν απέναντι και του έκαναν σήμα να πάει κοντά . Με την έπαρση της νιότης σηκώθηκε και πήγε ….καλημέρα παιδιά , είπε … καλώς τον μλκα του απάντησαν , συνεχίζοντας …ήθελα να ξερά τι θα κάνατε με τα εκρηκτικά ? πια εκρηκτικά απάντησε … αν λες αυτά που σου πε ο Θόδωρας , βρες τον να σου πει , εγώ που να ξέρω ? Καλά , καλά , να ξέρεις όμως , τώρα θα σε προσέχω ένα παραπάνω , απάντησε ο άντρας στ’ αυτοκίνητο … ευχαριστώ ! κιόλας νοιώθω ποιο ασφαλής απάντησε και πήρε ο καθ’ ένας το δρόμο του . Ο Κώστας κίνησε προς το τραπεζάκι του , ενώ ο άντρας στ’ αυτοκίνητο φεύγοντας , αγανακτισμένος μονολογούσε …. Έπρεπε να συνεχίσω το κυνήγι ρε κλόπαιδο , να βλεπα πεθαμένος τι έπαρση θα είχες αλλά…πίσω έχει η αχλάδα την ουρά .