Τα ρημάδια….

Του Ιωάννη Αλεξανδράκη.
Είναι αλήθεια πως μεγάλωσα σ ένα κόσμο με μηχανάκια , βέβαια μην φανταστείτε κάτι εντυπωσιακό , κάτι σημερινό που άνετα ένα παιδί , μπορεί να μεγαλώσει μ έναν πατέρα που κυκλοφορεί μ ένα SYM , έχει ένα Vstrom για βόλτες κι ένα GPZ για κάποιες περίεργες Κυριακές …. Μιλάμε γι’ απλά πράγματα , μια βέσπα , μια λαμπρέτα και μερικά μπεμβδοζούνταπ γύρω γύρω . Ήταν όμως αυτά , ήταν κομμάτι της οικογένειας , ήταν αυτά που πάνω βγάζαμε της οικογενειακές φωτογραφίες , ήταν αυτά που ήταν το μοναδικό αλλά υπέρλαμπρο οικογενειακό μεταφορικό μέσο , ήταν αυτά που κατασκοτωθήκαμε μαθαίνοντας να οδηγούμε …. Ήταν αυτά τα ρημαδομηχανάκια που αν και παλιότερα απ’ τους πατεράδες μας , τους έκαναν να λάμπουν στα μάτια μας . Τα χρόνια πέρασαν και οι πατεράδες μας έφυγαν , όμως έμειναν αυτά τα ρημάδια να μας θυμίζουν πως κάποτε πέρασαν απ’ την ζωή μας …Τα ρημάδια έγιναν όχι απλά χρονομηχανές αλλά θεματοφύλακες τον όσων ζήσαμε , έγιναν ο συνδετικός κρίκος με αυτά που μας λείπουν αφάνταστα, τώρα που τα χρόνια πέρασαν .
Ξέρετε ο άνθρωπος μένει προσκολλημένος στο παρελθόν , εγώ όταν σκέπτομαι τον εαυτό μου ή όταν με βλέπω στα όνειρα μου , δεν με βλέπω ως έναν χοντρό πενηντάρη , δεν με βλέπω καν σαν ένα νέο άνδρα , με βλέπω σαν έφηβο , έχω καθηλωθεί στην εικόνα που είχα στα δεκαπέντε άντε βαριά δεκάξι χρόνια μου . Η μάνα μου , σίγουρα σ όλους φαντάζει σαν μια γριά σε κακή κατάσταση αλλά εμένα μου μοιάζει τριάντα το πολύ χρόνων … με συλλαμβάνω πολλές φορές ν απαιτώ απ’ αυτήν πράγματα που κάποτε τα έκανε αλλά σήμερα δεν θα μπορούσε με τίποτα κι όμως …. Περιμένεις από ένα γέρικο άλογο τρέξει ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να είσαι ευχαριστημένος που απλά αναπνέει , όμως … είναι αυτός ο χρόνος που ενώ κυλά γύρω σου , πάνω σου , αδυνατεί να κυλήσει στο μυαλό και στην ψυχή σου . Προφανώς και προτιμώ της σύγχρονες μοτοσυκλέτες , προφανώς και τρέχουν τα σάλια μου και μόνο που ακούω τ όνομα του Η2 R αλλά πρόσφατα που έβγαλα το καρμπυλατεράκι από ένα βεσπάκι , δεν έτρεξαν τα σάλια μου αλλά το μυαλό μου . Πρώτη φορά που είδα να βγαίνει καρμπυλατερ από βεσπάκι ήταν στην αυλή ενός σπιτιού που νοικιάζαμε το 1986 , το θυμάμαι σαν χθες . Ήταν οι πρώτες μέρες του σχολείου και μετά από ένα καλοκαίρι δουλειά , είχα δώσει 60 ολοστρόγγυλα χιλιάρικα και είχα πάρει ένα ουρανί βεσπάκι δεύτερο χέρι . Ο Φάνης που είχε κι αυτός ένα κόκκινο … πολύ κομπλέ μηχανάκι λέμε , σέλα California , hurricane αυτοκόλλητα , μάσκα από PX , λυκάκι στο φανάρι , κομπλέ λέμε … μου χε πει να του βάλω ένα 18άρι καρμπυλατεράκι ν αναπνεύσει . Εύκολο να το πάρω ρε Φάνη αλλά που θα βρω λεφτά να το περάσω του είχα πει ,,, θα στο περάσω εγώ μου είχε πει κι έτσι έγινε . Πήγαμε σπίτι μετά το σχολείο , βάλαμε το μηχανάκι στην αυλή και πέρασε τα χέρια του μέσα να το βγάλει . Θυμάμαι που είχα μέσα μου την απορία αν ξέρει να το ξανά φτιάξει και βλέποντας τον να σουρώνει από ιδρώτα , είχα παραπάνω άγχος . Όταν σήκωσε το μαμά καρμπυλατέρ στον αέρα , έλαμψε στα μάτια μου , ο Φάνης μου φάνηκε κάποια μορφή ανώτερης ύπαρξης και ένοιωσα τόσο εκστασιασμένος που οι μηχανικοί του HRC δεν θα ήταν ούτε μετά από παγκόσμιο πρωτάθλημα . Έβαλε και το 18άρι , πήρε μπροστά και το μηχανάκι και γυρνά και μου λέει …. Ρε συ , φτιάξτο λίγο , τι να κάνω ρε Φάνη απάντησα … βάψε της ζάντες , τα λάστιχα , κάνε κάτι . Την άλλη μέρα είχα βγάλει της ζάντες, της έβαψα μαύρες και με μια οδοντογλυφίδα έβαψα τα γράμματα στα λάστιχα άσπρα ! θα έκοβα και το κεφάλι μου ότι μετά απ’ αυτές της καταπληκτικές εργασίες στης ζάντες , το μηχανάκι πατάει σαν το εργοστασιακό NS500 και τίποτα δεν με σταματάει πια . Θα μπορούσα να σας πω και πως ένιωσα όταν άλλαξα πρώτη φορά ρόδα πίσω , χαλαρώνοντας τα μπουλόνια με χτύπημα στην εξάτμιση … το χα δει σ ένα μάστορα να το κάνει κι όταν το έκανα ένεκα λάστιχου μπροστά στην παρέα , αισθάνθηκα πως ο κόσμος όλος είναι δικός μου . Οπότε ναι , τα χέρια μου είναι πια χοντρά για να βγάλουν άνετα το καρμπυλατερ απ’ το βεσπάκι αλλά , πως θα μπορούσα ν αρνηθώ ένα τέτοιο ταξίδι στο χρόνο . Μπορώ να μετρήσω την κάθε στιγμή της ζωής μου μ αυτά τα ρημάδια , το κάθε γέλιο , την κάθε χαρά , κυριολεκτικά την κάθε στιγμή . Σ ένα ΧΤ και χωρίς καμιά πνοή έκατσα τον πατέρα μου να τον πάω στο νοσοκομείο μπας και προλάβω το άτακτο φευγιό του . Οδηγούσα και τον είχα μπροστά ανάμεσα στα χέρια μου και γελούσε όλη η ψυχή μου , γιατί ? γιατί σκεφτόμουν δεκαετίες πίσω όταν αυτός μ εγκλώβιζε με τα χέρια του μπροστά κι ο κόσμος έμοιαζε απόλυτα ασφαλής . Στο ντεπόζιτο κι ανάμεσα στα χέρια του , κάθιζε κι ο κυρ Βαγγέλης τον φίλο μου το Γιώργη κι πήγαινε απ’ τα Χανιά στον Άγιο για να δουν την μάνα του … σ ένα ρημάδι δίχρονο δυόμιση του πενήντα κι αυτό το ρημάδι , το χω αυτήν την στιγμή που γράφω μέσα στο γραφείο μου απέναντι μου . Το ξέρει κι ο κυρ Βαγγέλης κι ο Γιώργης … Γιάννη το μηχανάκι , μην πουλήσεις το μηχανάκι κι άμα το πουλήσεις μήνησε μου να το πάρω . Δεν το πουλάω , πως να το πουλήσω… έχω κι εγώ το δικό μου κομμάτι ιστορίας χωμένης στα σίδερα του . Σαν χθες θυμάμαι το 1990 όπου δεν ήμουν ακόμη είκοσι και ένας γείτονας καθάριζε την αποθήκη του και το πετάει έξω , για πέταμα το χε αλλά όταν το ζήτησα ήθελε λεφτά κι έτσι ήρθε στην κατοχή μου για δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές , Το πήγαμε σπρωχτό κάπου δύο χιλιόμετρα παραπέρα στο μαγαζί του πατέρα μου … μιλάμε για 300 κιλά μηχανή με σχισμένα λάστιχα και εγκαταλελειμμένη δέκα δεκαπέντε χρόνια αλλά … τα νιάτα είναι αήττητα . Μετά από μέρες αποφάσισα ν αρχίσω να το φτιάχνω κι ένα απόγευμα αρχίσαμε να το λύνουμε … το έκανα με τον φίλο μου τον Δημήτρη, βγάλαμε φωτογραφίες για να θυμόμαστε τι πάει που και ακόμα και σήμερα αυτές οι φωτογραφίες αποτελούν ένα απ’ τα ποιο πολύτιμα πράγματα που είχα ποτέ αν και ποτέ δεν της χρησιμοποίησα …. Και άρχισα να το τρίβω και να το ξύνω και να το καίω … έβλεπα παλιά χρώματα , έβρισκα ταμπελάκια , νούμερα και το σημαντικότερο άρχισα να φαντάζομε πως θα γίνει . Να μην υπάρχουν ανταλλακτικά και να τα φτιάχνουμε εκεί , με τον πατέρα μου και να με κοροϊδεύουν οι μαστόροι και να παλεύω με τους φίλους και να περνάμε ρεύματα και να το βάζουμε μπροστά και να κολλάει σε δεύτερα και πάμε απ’ την αρχή . Δέκα χρόνια πήρε για να δουλέψει κι άνοιξε μαγαζί ο φίλος που αργότερα με πάντρεψε και μου λέει μια μέρα , δώσε ρε το μηχανάκι να το βάλω διακοσμητικό να δείξει το μαγαζί και το ζήτησαν κι άλλοι αλλά αυτός ήταν ο μόνος που το πήρε . Πως να το πουλήσω ? δεν είναι απλά μια χρονομηχανή , είναι η ίδια η καμπυλότητα του χρόνου … και μου το ζητούν συχνά αλλά πως να το πουλήσω ρε φίλε , δηλαδή όταν δει κάποιος της φωτογραφίες που το λύναμε και μου πει που είναι το ρημάδι … τι θα του δείξω ? Είναι στιγμές που με συλλαμβάνω να οδηγώ και να μην θέλω ο δρόμος να τελειώσει ποτέ και όχι δεν είμαι φίλος τον μεγάλων διαδρομών , της ωραίας φύσης κι ότι άλλο θα μπορούσατε να φανταστείτε , δεν παρακολουθώ καν τι γίνετε πέρα του δρόμου μου . Είμαι βυθισμένος στης σκέψης μου , πλέω σε μια νιρβάνα που μου προκαλείτε αποκλειστικά απ’ την μηχανή και τίποτα άλλο … αρνούμαι να πάω γρήγορα , αρνούμαι να δω οτιδήποτε , αρνούμαι να σταματήσω , θέλω μόνο να ζω εκείνη την στιγμή σαν να πρόκειται να πάψω να ζω την επόμενη . Νοιώθω πως είμαι ο άρχοντας του χρόνου , ο βασιλιάς του κόσμου κι ο κύριος της καρδιάς μου …. Βλέπω τα ρολόγια κι είμαι ελαφρύς σαν έφηβος , φρέσκος σαν να γεννήθηκα χθες , ζω το όνειρο μου κι αρχίζω μέσα στο κράνος να τραγουδάω Γιοκαρίνη , έτσι , σαν να μην έχει περάσει μια μέρα . Βλέπω GPZ 550 και νοιώθω ακόμα την μυρωδιά του αέρα και την δροσιά της νύχτας πριν απ’ την κόντρα , ακούω της φωνές , βλέπω φίλους όπως ακριβώς ήταν τότε και στο κεφάλι μου ακούω στέρεο αυτόν τον περίεργο σαν δίχρονη εξωλέμβια που έκαναν αυτά τα γ..μένα 550 όταν κολοσπασμένα μετρούσαμε το ύψος τους απέναντι στα RD . Βλέπω ΚΖ και θυμάμαι ανθρώπους να τα μανιβελίζουν , βλέπω Boldor και νοιώθω στα ρουθούνια μου το καμένο απ’ τα μπαντηλίκια λάστιχο . Είναι πολλά αυτά που μπορείς να δεις και να ζήσεις ξανά μέσα από ένα κομμάτι σίδερο . Όταν βλέπω μηχανάκια να τα πετάνε , την τσάπα του παλιατζή να τα λειώνει η ακόμα κι όταν κάποιος «κληρονόμος» τα πουλάει στο car , με σφίγγει η καρδιά μου … τα νοιώθω δικά μου και πιστεύω πως κάποιος έφυγε και αυτό είναι ένα κομμάτι της διαγραφής του .
Τώρα αν όλα αυτά τα ρημάδια , σήμερα τ αποκαλούν, αντίκες , μνημεία βιομηχανικής ιστορίας ή ότι άλλο , ειλικρινά δεν μου καίγεται καρφί . Για μένα η ύπαρξη και η συντήρηση τους είναι πολύ σημαντικότερα πράγματα … είναι ο πατέρας μου που μ έβαζε ανάμεσα στα χέρια του , είναι η μάνα μου που κάθονταν στο πλάι από πίσω και συνέχεια μουρμούριζε πως τρέχει , είναι η Νίκη πάνω στο ΤΕ , η φούστα της Ειρήνης στο κολοφάναρο του DR , η Γιωργία να κατεβάζει το ninja απ’ το καράβι κι ο αδερφός μου που για πάντα θα πλένει της ζάντες του Gull arm με οδοντόβουρτσα και θα περνάει νερολακούβες τόσο σιγά που και αθλητής του trail θα ζήλευε .
51918245_373421233478008_5937038717528047616_n