Το κορίτσι (χριστουγεννιάτικη ιστορία)

Του Ιωάννη Αλεξανδράκη

Κεφάλαιο πρώτο

Πρέπει να ήταν δέκα το βράδυ και για έναν παράξενο έως παράλογο λόγο ο Γιάννης γυρνούσε με τον πατέρα του στα τελειώματα του δημοτικού κήπου της πόλης . Δροσερή αλλά όχι κρύα η νύχτα κι όμως και οι δύο έμοιαζαν αδιάφοροι για την δροσιά της  φορώντας μάλλον καλοκαιρινά ρούχα και κοντά παντελόνια . Κάπου πρέπει να ήταν και βάδιζαν προς τον δρόμο όπου ο Γιάννης είχε αφήσει την βέσπα του(???) αλλά …μάλλον με το πάσο τους θα το έλεγες κι ενώ περιεργάζονταν και τον γύρω χώρο . Ο κυρ Τάσος είχε ξεφύγει απ’ το κλασσικό μονοπατάκι του κήπου ,όντας ποιο μέσα στην ποιο θαμνώδη θα έλεγα περιοχή . Λίγα μέτρα πριν την έξοδο και σ ένα αναχωματάκι , σταμάτησε , κοίταξε κάτω και σήκωσε το χέρι προς τον γιό του , γνεύοντας του να έρθει κοντά του . Τι είναι ρε πατέρα , είπε ο Γιάννης κι ο κυρ Τάσος του απάντησε … εδώ έχουν πετάξει ένα sachs .  Άσε ρε πατέρα το sachs και πάμε σπίτι του είπε αλλά ο μπάρμπας  που ήξερε πως ο γιός του τα γουστάρει κάτι τέτοια επέμενε . Το σήκωσε και το τράβηξε στο μονοπατάκι , ξεπροβάλλοντας το απ’ τα χόρτα κι αφήνοντας το ν απλωθεί πάνω στο λεπτό γαρμπιλάκι. Ο Γιάννης , έσκυψε από πάνω αλλά κάτι δεν του πήγε καλά …ίσως όχι μόνο κάτι αλλά πολλά ! δικαιολογώντας το λίγο φως , γυρνά και λέει του πατέρα του … « Kawasaki max είναι ρε πατέρα , δεν το βλέπεις ?» κι ο μπάρμπας ρίχνοντας μια δεύτερη ματιά , έδειξε να συμφωνεί και είπε , « ε ωραία , ας το πάρουμε» . Δεν του πήγε καλά του Γιάννη αλλά για κάποιο λόγο δεν ήθελε να χαλάσει χατίρι του πατέρα του σέρνοντας το μηχανάκι προς τον δρόμο . Αυτό όμως που τον προβλημάτιζε , δεν ήταν τίποτα από αυτά ,αλλά το γεγονός ,πως είχε μια μπιέλα κι ένα πιστόνι να κρέμονται απ’ τον κύλινδρο , ενώ το υπόλοιπο μοτέρ έλειπε …ήταν παράξενη εικόνα αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει που ακριβώς ήταν το λάθος της .

79702268_497899704184163_5798517930513661952_n

Είκοσι μέτρα παρακάτω ήταν το τέλος του μονοπατιού και η πόρτα της εξόδου , ακριβώς έξω και πάνω στο πεζοδρόμιο , ήταν η πράσινη διακοσάρα βέσπα του . Πήγαν ως εκεί , σήκωσαν το παπί και το έβαλαν στην πίσω σχάρα , φροντίζοντας να μην υπάρχει περίπτωση να τους φύγει στο δρόμο . Ανέβηκε λοιπόν στο μηχανάκι κι άφησε την πρώτη , συνήθως και κούφια μιζιά για να ρίξει την δεύτερη που έφερνε την ζωή στον κινητήρα . Πράγματι κι έτσι έγινε κι ενώ κούμπωνε την πρώτη , έλεγε του πατέρα του ν ανέβει στην βέσπα , υπενθυμίζοντας του για Χ φορά , να μην βάλει τα πόδια του στης σιδεριές αλλά στα πατητήρια . Πράγματι ανέβηκε πάνω και κάρφωσε τα δάκτυλα του στα πλευρά του Γιάννη που ουσιαστικά αυτό ήταν το φύγαμε για την κάθε τους βόλτα . Κατέβηκε η βέσπα απ’ το πεζοδρόμιο κι εκεί που έπρεπε να ήταν , ένας ωραίος μεγάλος δρόμος , βρέθηκε σε κάτι σκάλες , σαν, στα λίγα αυτά τα δευτερόλεπτα να μετακόμισε απ’ το νησί στου Γκύζι ! Νοιώθοντας ο πατέρας του τον δισταγμό του λέει προχώρα , προχώρα και ξεκίνησε . Στην μέση της σκάλας κι ενώ η βέσπα πήγαινε σαν τρελή δεξιά αριστερά χωρίς να πέφτει όμως , λες και ακυβέρνητη … κατάλαβε ο Γιάννης τι ακριβώς είχε γίνει. Έβλεπε πως η βέσπα δεν πέφτει , του ήρθε στο μυαλό το μοτέρ που αντί να κρέμεται η μπιέλα απ’ το κάρτερ γίνονταν το ανάποδο και αποφασιστικά πατάει τα πόδια κάτω . Η βέσπα σταμάτησε στην μέση της κατηφόρας σαν να είχες πατήσει ένα κουμπί κι ο Γιάννης γυρνάει πίσω και λέει στον πατέρα του … « ρε πατέρα , πέντε χρόνια , έχεις πεθάνει τι θέλεις πάλι εδώ?» . Το επόμενο δευτερόλεπτο οι πρώτες του Ήλιου ακτίνες , έμπαιναν στα μάτια του κι αυτός ξεφυσώντας άλλαζε θέση στο κρεβάτι .

Τι είναι μωρό μου γύρισε και του πε η Δήμητρα που αν και δεν ήταν γυναίκα του , θα έλεγα πως ζούσαν μια σχέση ανοχής ο ένας του άλλου , ζούσαν τα τελευταία χρόνια μαζί κι ο κόσμος τους θεωρούσε ζευγάρι . Ο Γιώργος? τον ρώτησε …όχι ο πατέρας μου απάντησε και ανασηκώθηκε . Η Δήμητρα δεν είχε προλάβει ούτε τον ένα , ούτε τον άλλο αλλά είχε μάλλον συνηθίσει την κατά το ξημέρωμα, ύπαρξη τους στο μυαλό του Γιάννη , τον οποίο θεωρούσε γκόμενο της . Δεν ήταν κακό κορίτσι , ούτε άσχημο η Δήμητρα , απλά έτσι…λίγο αλανιάρα ,λίγο της νύχτας , λίγο απ’ όλα τα καλά που λέμε . Ο Γιάννης με την σειρά του , δεν μπορείς να πεις πως δεν την νοιαζότανε αλλά δεν είναι πως δεν έκανε χώρια της . Περίεργη σχέση , αυτή  καψούρα μαύρη , αυτός πάλι , θα έλεγες πως και στ αρ..δια του αλλά … ούτε να την πειράζουν ήθελε , ούτε το κακό της ήθελε , την αγαπούσε με μια όχι ερωτική αγάπη . Η δουλειά του , ήταν και λίγο περίεργη , αν και δεν ήταν μπάτσος , το ωράριο του ήταν κυλιόμενο , όχι σίγουρο και ζούσε απ’ το τουφέκι . Ήταν απ’ αυτούς τους τύπους , που αν και νόμιμοι , δεν τους λες νόμιμούς κι αν και γερά παιδιά , δεν τα βλέπεις να έχουν και βαθύ προσδόκιμο ζωής .  Η Δήμητρα , ήταν κοντά στα σαράντα αλλά ωραία ! κι όταν λέμε ωραία … το εννοούμε …γύρω στο 1,80 , κανονικό βάρος , αγύμναστο σώμα , πράσινα μάτια κι ένα μαλλί που το έβαφε κατράμι … την έβλεπες  πάνω σε δωδεκάποντες βελόνες με το τζιν να διαβάζει τα κολομέρια της και πάθαινες τρία απανωτά εγκεφαλικά και λέμε …γκόμενα πεντακάθαρη , έβγαινε με μαγιό και δεν  έμοιαζε ούτε με κατάδικο , ούτε με βετεράνο , μελάνι πουθενά πάνω της λέμε, καθαρά πράγματα , παιδικό δέρμα . Ο Γιάννης , ήταν ελαφρά , κανα δυο χρόνια , μην φανταστείτε μικρότερος , καλοστημένος και στο ίδιο ύψος με την Δήμητρα . Γυμνασμένο παιδί μ ένα στρατιωτικό ταττού στο αριστερό χέρι , μια χαρακιά , κάτω απ’ το δεξί μάτι και κατάξανθα κοντά μαλλιά που άσπριζαν ελαφρά στης φαβορίτες . Ο τύπος ,ήταν σπαρτιάτης ! μιλούσε λίγο  , έτρωγε μόνο κρέας και σαλάτες , όταν είχε χρόνο διάβαζε Μίκη με ιστορίες του Ντόναλντ , ενώ έγραφε κάθε μέρα ή νύχτα , με ήλιο ή με βροχή , χιλιόμετρα πάνω στην μηχανή . Η μηχανή τώρα που δεν ήταν βέσπα … αν τον έβλεπε κανείς , θα έλεγε πως οδηγά καμιά άγρια σούπερ σπορ ή έστω καμιά αμερικανιά με τα χωνιά να βγαίνουν απ’ το πλάι του κινητήρα … στην πραγματικότητα , είχε έναν ταπεινό παλιό καρχαρία . Το χε όμως το πεντέμισι στην πένα , όλη μέρα στο δρόμο απ’ την μια αλλά πάντα πλυμένο , με τα σαμπουάν τα ωραία , με τα κεριά και της σιλικόνες , πένα λέμε . Τον κυνηγούσαν κάτι νεκρόφιλοι να το πάρουν το πιπιζούρι , του έσκαγαν κάτι πεντοχίλιαρα και παραπάνω σε κάποιες περιπτώσεις αλλά … αυτός είχε ζήσει την ζωή του , πάνω του , είχε αρχίσει να είναι μια επέκταση του εαυτού , ένα πανηγύρι που δεν θα ήθελε ποτέ να τελειώσει .

Εκείνη την εποχή δούλευε σε κάτι γυναίκες . Είχε φέρει ένας  πελάτης του μια καλή φουρνιά και της είχε απλωμένες κάθε βράδυ σε δύο τρία ξενοδοχεία . Έμπειρα τα κορίτσια , σωστά στημένα το παιχνίδι αλλά λίγη παραπάνω σιγουριά δεν βλάπτει . Έτσι έπρεπε να κινεί μια ομάδα κι ανάλογα το πελατολόγιο από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο ….τα «αφεντικό» πλήρωσε σωστά γιατί ο Γιάννης δούλευε με μερικούς φίλους του απ’ το ναυτικό κι είχε κάνει καλό όνομα … κι αυτός όμως , έπρεπε να παίξει σωστά μπάλα , τα κορίτσια να νοιώθουν ασφαλή για ν αποδώσουν και η όποια «απρεπής» κίνηση τρων πελατών τους , να σβήσει χωρίς ν ανοίξει ρουθούνι . Μια έκανε την πρώτη βάρδια , μια την δεύτερη κι άμα η μέρα το απαιτούσε , ήταν όλο το βράδυ και μέχρι το ξημέρωμα στην δουλειά . Τον ενοχλούσε λίγο μια κι όταν ήταν μικρότερος ονειρεύονταν πολέμους και ηρωισμούς και σίγουρα η φύλαξη των κοριτσιών δεν λες πως είναι και καμιά ηρωική δουλειά ,αν κι αυτές δεν το βλέπουν έτσι . Απ την άλλη , δεν είχε προορισμό στην ζωή του και δούλευε με ανθρώπους που τους θεωρούσε μακράν παραπάνω οικογένεια απ’ ότι την Δήμητρα .

Του άρεσε η ρουτίνα κι έτσι του άρεσε η όλη διαδικασία που έκανε κάθε που πήγαινε στην δουλειά . Έτσι λοιπόν κι εκείνη την μέρα , ξεκίνησε την διαδικασία για να πάει στην δουλειά δυο ώρες πριν , άλλωστε , ήθελε κάνα μισάωρο μόνο για να φτάσει . Καφέ έπινε μόνο στην δουλειά αν είχε την ανάγκη να τον κρατήσει αλλά έστυβε ένα λεμόνι σ ένα ποτήρι , του πετούσε και λίγο αλάτι και το έπινε σ ένα μεγάλο ποτήρι με νερό , γεμάτο παγάκια . Έψηνε λίγο και τρία αυγά , τους έριχνε πάνω λίγο τυρί και φέτες ωμής ντομάτας και τα έτρωγε χωρίς ψωμί , τυλίγοντας τα όλα μαζί . Θεωρούσε πως τ αυγά τον κρατούσαν , πως το λεμόνι τον ξυπνούσε και το αλάτι … δεν έκανε τίποτα καλό αλλά το λάτρευε ….το λάτρευε τόσο , που άμα του έδινες να φάει κάτι γλυκό πήγαινε κρυφά και τσιμπούσε μια πρέζα αλάτι να την πετάξει στην γλώσσα του .  Η χαρά του ήταν , να κατέβει στην αυλή , να βάλει το κλειδί στο καρχαρία κι αφού τον ανοίξει ,να το βάλει ξανά στην τσέπη του , αν κι ακόμα κι αν του έφευγε στον δρόμο , είχε ένα κολλημένο με ταινία κάτω απ’ την τιμονόπλακα . Το έβαζε μπροστά και νοιώθοντας την δροσιά του σούρουπου , το ένοιωθε να γουργουρίζει ηδονικά . Αυτήν την φορά , στάθηκε τυχερός και δεν χρειάστηκε να το κουνήσει εμπρός πίσω για να μπει η πρώτη …. Έτσι έφυγε χαρούμενος , αφήνοντας την πρώτη της νύχτας δροσιά να του φτιάχνει την διάθεση . Χωριό ήταν , επαρχία ρε φίλε και δεν μπορείς να πεις πως είχε το μυαλό του στο δρόμο τόσο αλλά … κάπου εκεί στο κίτρινο των ρολογιών και το φως του ολόγιομου φεγγαριού κάτι πείρε το μάτι του . Αρκετά έξω απ’ το χωριό και πολύ πριν το επόμενο , του φάνηκε πως είδε ένα κορίτσι ! Του φάνηκε παράξενο και σταμάτησε … όντως , ήταν ένα κορίτσι ! από καμιά τριανταριά μέτρα μακριά που ήταν , έμοιαζε όχι απλά όμορφη αλλά εντυπωσιακή κάτω απ’ το φως του φεγγαριού . Η κοπέλα κοντοστάθηκε και γύρισε προς την πλευρά του όπως κι εκείνος είχε γυρίσει προς την δική της . Σήκωσε το χέρι και χαιρετώντας τον , του έριξε ένα χαμόγελο, τόσο μεγάλο και λαμπερό , που ένοιωσε έναν κόμπο στο στομάχι . Αυτή γύρισε και συνέχισε την πορεία της ενώ αυτός αν και έκανε την σκέψη να γυρίσει να της μιλήσει , αποφάσισε να συνεχίσει τον δρόμο του . Το παράξενο βέβαια του κοριτσιού στην ερημιά , τον απασχολούσε σ όλο τον δρόμο και σ όλα τα κενά στην δουλειά . Προσπαθούσε να εξηγήσει τι γύρευε εκεί ένα κορίτσι και μάλιστα τόσο ελαφριά ντυμένο αλλά … έλεγε πως ίσως είχε εκεί τ αυτοκίνητο της και δεν το είδε , ίσως και να μην την είδε ποτέ , άλλωστε κατά καιρούς του είχε τύχει ξανά .

80593637_447598812579768_2708672712074592256_n

Το ίδιο βράδυ στην δουλειά η ρουτίνα θα ήταν συνηθισμένη αν δεν έφτανε σ ένα απ’ τα ξενοδοχεία , αυτός ακριβώς ο πελάτης που δεν του άρεσε να πηγαίνει εκεί . Ήταν ένας επιφανής πολίτης της πόλης , εμπλεκόμενος με τα κοινά , ευγενέστατος και σε καλή σωματική κατάσταση αλλά … κάτι δεν άρεσε στον Γιάννη πάνω του …ίσως μια παράξενη σταγόνα ιδρώτα που έσταζε στο μέτωπο του όταν έβλεπε γυναίκα , ίσως ο τρόπος που έβρεχε με την γλώσσα τα χείλι του την ίδια ακριβώς στιγμή , ίσως αν θέλεις και οι υπερβολικά καλοί τρόποι του . Κάθε φορά που έφτανε , έστελνε τον Μάριο να πάει να προσέχει από πολύ κοντά ενώ ο ίδιος ήταν έξω απ’ το ξενοδοχείο που επέλεγε για την βραδιά του ο εν προκειμένω πελάτης . Τζόνι ! είναι εδώ ο μαλάκας , θες να πάω από κοντά ή να στείλω τον Κώστα ? ρώτησε ο Μάριος , που ήταν το δεξί χέρι και συμμαθητής του Γιάννη στα χρόνια του πολεμικού ναυτικού . Πήγαινε εσύ ρε Μάριε , βάστα από κοντά , πες στην Μαρίτσα ν αφήσει την πόρτα , τόσο όσο και κάτσε απ’ έξω . Αν ακούσεις το παραμικρό , μπούκα και χωρίς να του αφήσεις σημάδια βγάλτον έξω και διώξτον .

Ήρθε ο «πελάτης» και συντηρώντας το πρωτόκολλο του , χαιρέτησε στον πληθυντικό τον Γιάννη απ’ έξω, άφησε ένα πενηντάρικο παίρνοντας το κλειδί στην ρεσεψιόν και πήρε τον δρόμο προς το δωμάτιο , εξαγοράζοντας την σιωπή της . Κτύπησε διακριτικά την πόρτα του δωματίου λέγοντας , «δεσποινίς μπορώ να περάσω?» . Έξυπνη η μικρή , άνοιξε προκλητικά την πόρτα και το τράβηξε μέσα λέγοντας καλώς τον λεβέντη μου , ενώ με το πόδι της και μιλημένη όπως ήταν , άφησε έναν αέρα στην πόρτα , που ακόμα και η καμαριέρα δεν θα μπορούσε να καταλάβει . Ο χρόνος περνούσε και τα πράγματα θα πήγαιναν για άλλη μία φορά καλά ,όμως… μια περίεργη σιωπή κρατούσε πολύ παραπάνω απ’ όσο έπρεπε κι ο Μάριος δεν ήταν και χθεσινός . Είπε μέσα του να μετρήσει μέχρι το πέντε και να μπει αλλά δεν τήρησε αυτήν του την υπόσχεση μια και μπούκαρε μέσα και κάνοντας δύο δρασκελιές είχε πεταχτεί στο κρεβάτι και είχε τσιμπήσει , σώζοντας την μικρή , τελευταία στιγμή . Η Μαρίτσα πήρε μια βαθιά αναπνοή και ακούμπησε με το χέρι της το λαιμό της που είχε αίμα , ενώ ο Μάριος την ρώτησε , «σ έκοψε καλά ο μαλάκας ?» … αυτή μέσα στον πανικό , πασπάλιζε τον λαιμό της κι είχε γεμίσει αίματα , ενώ έκλαιγε μ αναφιλητά . Έλα μωρό , μια γρατζουνιά είναι , της είπε και την προέτρεψε να πάρει την ρεσεψιόν ν ανέβει ο Γιάννης πάνω .

Όταν αυτός ανέβηκε , η Μαρίτσα είχε πλύνει τον λαιμό της και είχε βάλει μια πετσέτα , ενώ στην μοναδική πολυθρόνα του δωματίου κάθονταν ο θύτης κι ο Μάριος πάνω του όρθιος . Τράβηξε την πετσέτα απ’ τον λαιμό της μικρής και της είπε , έλα δυο τρία ραμματάκια είναι και σ ένα μήνα δεν θα φαίνεται τίποτα . Έβγαλε απ’ την τσέπη του και της μέτρησε τέσσερα πενηντάρικα , λέγοντας της , «πήγαινε κάτω να σε πάει στο Πανεπιστημιακό ο Κωστής να σε ράψουν και κάνε λίγο διάλλειμα μέχρι να βγάλεις τα ράμματα . Αν τελειώσουν τα λεφτά , κάνε με τηλέφωνο» . Ντύθηκε έκατσε στο λαιμό της μια καθαρή πετσέτα κι έφυγε . Ο Γιάννης , έκατσε στο κρεβάτι απέναντι απ’ την πολυθρόνα , σήκωσε το κεφάλι πάνω προς τον Μάριο και έγνεψε ερωτηματικά… φίλε δεν πήγε να την κόψει καν , πήγε με την μία να την σκοτώσει , του είπε ο φίλος του . Με παγωμένη φωνή και πολύ αργό ρυθμό , λέει στον τύπο … « βάζεις ρούχα , φεύγεις και δεν σε βλέπω ποτέ ξανά με άλλη γυναίκα πέρα της δικής σου… όχι μόνο τα πάρτι με πουτάνες για σένα τελείωσαν αλλά γενικά για σένα οι γυναίκες τελείωσαν . Άμα καβλώνεις , να τον παίζεις ή καλύτερα κόφτον, να κάνεις χάρη και στην κοινωνία» . Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ? του απάντησε και γούρλωσε τα μάτια προς το μέρος του και συνέχισε … θα σε σκοτώσω ρε πούστη σα πουτάνα και θα σε πετάξω να σε φαν οι σκύλοι . Ο Γιάννης δεν απάντησε τίποτα , σηκώθηκε , έγνεψε στον Μάριο να τον αφήσει να φύγει και του είπε ,να πάρει σε λίγο τον Κωστή να δει τι έγινε με την μικρή . Ο ίδιος , απλά ακολούθησε από διακριτική απόσταση τον «πελάτη» μέχρι να βεβαιωθεί πως το περιστατικό έκλεισε και φυσικά ενημέρωσε τον εργοδότη του .

 

 

Κεφάλαιο δεύτερο

 

Καλοκαιρινός ο καιρός κι ο Γιάννης με τον Γιώργο έφευγαν από κάποιο γλεντοκόπι , μαζί τους ήταν και η Δήμητρα αλλά και η Νίκη που τα χε με τον Γιώργο χρόνια πολλά . Το μαγαζί ήταν πολυχώρος , είχε σάλα , πισίνα , μπόουλινγκ , ξέρετε λίγο απ’ όλα και καταλάμβανε μια αρκετά μεγάλη έκταση σε μία πλαγιά . Φεύγοντας λοιπόν , έπρεπε ν ανηφορίσεις κατά μήκος της πισίνας που ήταν πίσω απ’ την σάλα για ν ανεβείς στα πάρκινγκ . Έφευγαν όλοι μαζί με γέλια και μπήκαν στο χρυσό pajero του Γιώργου που ο Γιάννης για πρώτη φορά έβλεπε . Μπήκε στην θέση του συνοδηγού με τα κορίτσια πίσω και ρώτησε , καινούριο ? Καλό ε? απάντησε ο Γιώργος και συνέχισε , κοίτα να δεις τώρα τι θα κάνω . Έκανε πίσω στο τέρμα του πάρκινγκ και παίρνοντας αυτοκτονικά φόρα και κινήθηκε εμπρός . Το  pajero έσπασε της μπάρες προστασίας και πετάχτηκε στο κενό με κατεύθυνση την σάλα και πάνω απ’ την πισίνα .Τ αυτοκίνητο σηκώθηκε στον αέρα κι ο Γιάννης σ ένα καθεστώς αντιβαρύτητας έψαχνε το χερούλι για να το πιάσει να ισιώσει …. Τι κάνεις λέει του Γιώργου και βάζει στο μυαλό του πως θα μπουν στην σάλα και θα κτυπήσουν κόσμο . Όμως το αυτοκίνητο μ έναν δυνατό παφλασμό πέφτει στην πισίνα και σε μερικά δευτερόλεπτα ακουμπάει τον πάτο χωρίς να έχει βυθιστεί . Ευτυχώς δεν έχει κόσμο η πισίνα λέει ο Γιάννης κι ο Γιώργος βάζοντας όπισθεν απαντά … μην σε νοιάζει τα χω σκεφτεί όλα . Τραβηχτικέ το αυτοκίνητο προς τα ρηχά της πισίνας που ήταν με πλατύσκαλα και βγήκε έξω ενώ έφυγαν χωρίς να συμβαίνει τίποτα . Σε μικρό χρονικό διάστημα βρέθηκαν στην κάθετη οδό μίας παραλιακής που φάνηκε λίγο παράξενη στον Γιάννη μια και κάτι δεν του κολλούσε κυρίως όσο αφορά την γεωγραφία της . Στο τέλος του κάθετου και κατά μήκος της παραλιακής , ήταν ένα περιπολικό με έναν αστυνομικό μέσα . Ο Γιώργος χωρίς δισταγμό έδωσε γκάζι στο Pajero κι έπεσε πάνω στην πόρτα του οδηγού με δύναμη . Ζώνες δεν φορούσαν και βρέθηκαν όλοι κάτω και τότε ο Γιάννης λέει του Γιώργου … τι κάνεις ρε τρελέ , θα μας σκοτώσεις όλους ….η απάντηση που πήρε , ήταν … εσύ να προσέχεις με το GPZ . Ο αστυνομικός δεν είχε πάθει παραδόξως τίποτα ,ήρθε στο παράθυρο του Pajero που ήταν ανάποδα  και ρώτησε σαν να ήταν αθώοι… είστε εντάξει παιδιά ? μάλιστα κύριε αστυνόμε απλά θέλουμε λίγο πάγο , είπε ο Γιώργος . Ο αστυνομικός είπε … να μια παγομηχανή και ξεκίνησε να τρέχει σε μια ταβέρνα παρακάτω . Ο Γιώργος έφυγε έξω απ’ τ αμάξι κι ο Γιάννης , βλέποντας τον αστυνομικό να φθάνει σ αυτό που ονόμαζε παγομηχανή κι έμοιαζε με ένα κάδο απορριμμάτων σαν κι αυτούς τους τεράστιους που είναι στης αμερικάνικες ταινίες , κατάλαβε ! Έβγαλε το κεφάλι έξω κι είδε τον Γιώργο να περνάει απ’ έξω , όρθιος , στην δεξιά πλευρά του τιμονιού ενός αστυνομικού GSX , αψηφώντας κάθε νόμο της φύσης . Αφού ρε Γιώργο έχεις πεθάνει φώναξε και έλαβε για δεύτερη φορά την απάντηση …να προσέχεις στο GPZ .

Όταν ξύπνησε ήταν κυριολεκτικά παγωμένος , ο χειμώνας που είχε έρθει δεν έπαιζε σχεδόν καμία σημασία , το δωμάτιο δεν είχε ούτε την μισή παγωμάρα που είχε ο ιδρώτας στο μέτωπο του . Ήταν η στιγμή που η Δήμητρα έμπαινε στο σπίτι κι ίσως τα κλειδιά στην πόρτα να ήταν κι αυτά που σταμάτησαν τ όνειρο . Είδε το φως και μπήκε μέσα στο δωμάτιο … σταμάτησε και γουρλώνοντας τα μάτια , είπε … θεέ μου , είσαι σαν πανί ! Χωρίς να έχει ίχνος ερώτησης η φωνή της και είπε ..ο Γιώργος ε! …ναι απάντησε ο Γιάννης κι Δήμητρα καθώς κάθιζε δίπλα του και χαϊδεύοντας το πρόσωπο του , του είπε … να πας ν ανάψεις κάνα κεράκι αύριο , αυτό θα θέλει .

Ο Χειμώνας κι ένα παραπάνω τα Χριστούγεννα τ άρεσαν σαν εποχή του Γιάννη , ήταν και λίγο κοντά στην γιορτή του , είχε γεννηθεί και Γενάρη , το σπίτι του ήταν καλό και τον γλεντούσαν σαν παιδί…τ άρεσαν. Το κακό του ήταν , ότι όσο κι αν του μιλούσαν , όσο κι αν γκρίνιαζε η Δήμητρα που τον είχε μεγάλη νιάση δεν ξεκαβαλούσε … εκεί στο καταχείμωνο , με βροχή μ αέρα , ξημερώματα ή βράδυ , εκεί πάνω στον καρχαρία ! κι αυτό με την σειρά του , τριάντα χρόνων ντενεκές , δεν έλεγε να σπάσει να ησυχάσουμε από δαύτο . Καμιά φορά , όταν γύριζε απ’ την δουλειά βράδυ τ άφηνε στην βροχή επίτηδες . Οι σταγόνες έπεφταν στο ζεστό αερόψυκτο μοτέρ κι αυτό άχνιζε ποιο πολύ κι από τούρκικα μπάνια … έμπαινε λοιπόν μέσα , άνοιγε τον προβολέα έξω και τραβώντας μια ολιά την κουρτίνα , το χάζευε για μερικά λεπτά . Πέρα από ένα παπί που χε στα δεκαοκτώ , δεν είχα πάρει τίποτα άλλο ποτέ πέρα απ’ τον καρχαρία . Το μηχανάκι βέβαια , είχε την ίδια ηλικία μ αυτόν και το χε πάρει γέρικο αλλά …αυτό ήθελε από μωρό παιδί και τίποτα άλλο . Το χε ένας γείτονας και τον κάθισε μικρό στο τεπόζιτο και τον έκαμε βόλτες στο χωριό , έτσι … τα όμορφα παιδικά του χρόνια , ήταν ταυτόσημα με το σουλούπι του καρχαρία και δεν θα μπορούσε να το αποχωριστεί .

Εκείνα τα Χριστούγεννα αλλά και κάθε Χριστούγεννα , το έκανε ένα στόλισμα το σπίτι . Όχι τίποτα το φοβερό , αλλά δυο λαμπάκια , δυο γιρλάντες και κανά κυπαρισσάκι που κόβε απ’ την πλαγιά ,το στόλιζε . Χωριό ήταν , δεν έκαναν και φοβερά στολίσματα οι άνθρωποι αλλά , ειδικά τα τελευταία δέκα χρόνια , όλο και κάτι παραπάνω . Το Ηράκλειο όμως του άρεσε ! ήταν ωραίο , είχε τραγούδια στα ηχεία της πόλης , στολισμένα μαγαζιά , κίνηση και πολλούς μα πάρα πολλούς φοιτητές που έδιναν αέρα και ζωή στην πόλη . Θα μου πεις , μεγαλούπολη το Ηράκλειο , τους φοιτητές περιμένει ?κι όμως , οι γιορτές θέλουν νιάτα κι όσοι κι αν έφευγαν για να γιορτάσουν στης ιδιαίτερες πατρίδες τους , πάντα έμεναν αρκετοί για γεμίσει χαρές η πόλη . Ελαφρό το κλίμα και στην δουλειά , άλλωστε τέτοια εποχή είναι σαν τουριστική σεζόν , οι δύσκολες δουλειές έχουν κάνει πίσω , κάτι περίεργες αφρικάνικες χώρες που χε βγάλει κάτι καλά μεροκάματα είχαν τελειώσει , οπότε το σεξ ήταν το καλύτερο και σίγουρα εύκολο μεροκάματο . Τα κορίτσια νέα κι αυτά , αρκετές ήταν και φοιτήτριες και άνευ εγγράφων , πολλοί οι πελάτες , γεμάτες οι τσέπες και … όλοι χαρούμενοι και τολμώ να πω , λίγο απρόσεκτοι . Με χαρά κι εκείνο το βραδάκι καβαλούσε το GPZ για να πάει στην δουλειά , δεν έβρεχε κιόλας που για να λέμε την αλήθεια , κανείς δεν αγαπάει την βροχή σε μηχανάκι , οπότε , ήταν ιδανική η βραδιά . Το Φεγγάρι ήταν πέντε έξι μέρες πριν γεμίσει αλλά ο καθαρός ουρανός , έδινε ωραία χρώματα γύρω και η νύχτα ήταν αυτό που λέμε … εξαιρετικό χειμωνιάτικο βράδυ .

Μια χαραμαδιά ανοιχτό το κράνος για να μπαίνει και η μυρωδιά της φύσης μέσα και κατά τ άλλα , σχετικά ζεστά …μπουφάν των Αμερικάνων πεζοναυτών , φόρμα μέσα απ’ το τζιν , ελαφριά γάντια και στιβάνια σκληρής χρήσης ( κρητικό υπόδημα έως κάτω απ’ το γόνατο , ίδιας ραφής με τα καλά αλλά από βακέτα – ακατέργαστο δέρμα – και κομμένο ελαστικό αυτοκινήτου για πάτο ) .Σχετικά μακριά απ’ τα γύρω χωριά και στην μέση του πουθενά … να την πάλι ! σταμάτησε επι τόπου , γύρισε και την είδε να τον βλέπει στα τριάντα μέτρα και κάτω απ’ το φως του φεγγαριού , γελώντας , με τα χέρια στην μέση και το στήθος μπροστά . Αυτήν την φορά , δεν υπήρχε ούτε δισταγμός ούτε δεύτερη σκέψη … γύρισε και πήγε προς το μέρος της . Καθώς την έφτανε και κάθε μέτρο που πλησίαζε η καρδιά του χτυπούσε παραπάνω . Την έβλεπε όμως , με ένα κάπως ποιο ανοιξιάτικό ντύσιμο και προσπαθούσε να βρει την άκρη του ονείρου και να ξυπνήσει … όμως τίποτα , ήταν όλα , εντελώς αληθινά .

_ Τι κάνεις μωρό στην ερημιά ?

_ Δεν έχω τι άλλο να κάνω και βολτάρω , μήπως μου κάτσει να περάσει και κανά ομορφόπαιδό με μηχανή … μαύρη …και Kawasaki , συμπλήρωσε γελώντας με την ψυχή της .

_ Είσαι λίγο μακριά απ’ τον πολιτισμό της είπε αν και το επόμενο χωριό ήταν σε τρία χιλιόμετρα .

_ Τι να σου πω  μαμά , εδώ μ έχουν αφήσει με δυο φίλες , εδώ γυρνάω . Απάντησε .

_ Είσαι και on fire , αν κρίνω απ’ τα ρούχα …

_ Σιγά μωρέ , τέτοια  ωραία βραδιά αν και έτσι όπως είμαι δεν θα έλεγα πως κρυώνω .

_ Οκ λοιπόν , να μην σου δώσω το μπουφάν μου αλλά … να σε πάω κάπου ?

_ Οοοοοο! Hold your horses baby …ωραίο παιδί είσαι αλλά ένα γειά και με το ζόρι έχουμε πει . Άσε που με περιμένουν κι οι άλλες δύο , να γυρίσουμε πίσω .

_ Και που είναι αυτά τα τρελά κορίτσια ?

_ Κάνουν αχαλίνωτο σεξ μεταξύ τους , πίσω απ’ τους ασπαλάθους !

_ Μου χρωστάς μια βόλτα έτσι ?

_ Έλα φύγε τώρα που θα κάνουμε συζήτηση …είπε πειραχτικά , με το πρόσωπο της λάμπει και καθώς ο Γιάννης έφευγε , συμπλήρωσε …να προσέχεις με το μηχανάκι ε? να προσέχεις γενικά , όχι τώρα που σε γνώρισα να σε χάσω κιόλα .

_ Τ ονοματάκι σου , όχι τίποτα άλλο αλλά για να χουν όνομα τα όνειρα μου …

_ Ειρήνη , με λένε Ειρήνη .

Έγνεψαν ο ένας του άλλου κι ο Γιάννης έστριψε το μηχανάκι και έφυγε γεμάτος χαρά και σίγουρα ερωτευμένος .

Μερικές μέρες είχαν μείνει μέχρι την μέρα των Χριστουγέννων και της ζούσε σαν μωροκόπελο , άσε που η Δήμητρα … είχε δει χαρά στα σκέλια της , που δεν την έβλεπε , ούτε στην αρχή της σχέσης τους .

Πέντε μέρες πριν της γιορτές είχαν φτάσει και όλα είχαν γίνει ακόμα ποιο χαρούμενα , ήταν και τα σχολεία που είχαν πλέον κλείσει και τα παιδιά έδιναν ακόμα μια ποιο ευχάριστη νότα στην πόλη . Της τελευταίες μέρες δεν έβρεχε και θα έλεγες πως μάλλον θα κάναμε ηλιόλουστες γιορτές και τα white Christmas  μάλλον θα έμεναν στην φαντασία των παιδιών αλλά και στην ζωγραφιά στο τζάμι . Ο καλός καιρός είχε αναγκάσει το πιπιζούρι να γράψει πολλά χιλιόμετρα μια κι ο Γιάννης όλη μέρα σβουρούσε χωρίς να δίνει σημασία στο που πάει . Αυτό το τελευταίο ήταν εν μέρη ψέμα μια και δεν είχε πρόγραμμα αλλά γυρνούσε ρωτώντας για την Ειρήνη και της δύο φίλες της . Θα έπρεπε να την ήξερε μια και ήταν γεννημένος σ εκείνα τα μέρη αλλά δεν . Πιθανολογούσε πως μπορεί να ήταν κάποια δασκάλα , κάποια καθηγήτρια ή γενικά κάποια κοπέλα που εξ αιτίας της κρίσης στην Ελλάδα , κατέβηκε στο νησί για να βρει κάποια ή έχοντας βρει κάποια δουλειά , Άλλωστε , ένας άνθρωπος που περπατάει βράδυ στον δρόμο και μάλιστα με σχετικά ακατάλληλα για την εποχή ρούχα , δεν θα έλεγες πως είναι και ντόπιος . Όπου και να έψαχνε κανείς δεν είχε δει ή ακούσει για κάποια όμορφη Ειρήνη αλλά ούτε και για κάποια απλά όμορφη κοπέλα , υποθέτοντας πως δεν του έδωσε σωστό όνομα .

Το βράδυ στην δουλειά , όλα θα έλεγες πως είχαν την ηρεμία που έδειχνε πως δεν θα συμβεί τίποτα . Είχαν πιάσει τέσσερεις πόρτες σ ένα μόνο ξενοδοχείο και όλα τα κορίτσια ήταν φρέσκα και είχαν έρθει για να βγάλουν την δουλειά των εορτών . Οι πελάτες έμπαιναν ποιο νωρίς από άλλες εποχές , βλέπεις η ελαφρότητα των εορτών αλλά και η δίψα του τζόγου τους έκανε λιγότερο προσεκτικούς . Ουσιαστικά , λίγο πριν της μία τελείωναν και οι άντρες της ασφάλειας , «τσιλημπούρδιζαν» με τα κορίτσια… γελάκια , χουφτώματα και σόκιν πειράγματα , έδιναν κι έπαιρναν εκατέρωθεν . Νέα παιδιά ήταν όλοι , είχαν και μια σχετική απελευθέρωση ένεκα του επαγγέλματος , οπότε όλα καλά .

Άστη ρε , εδώ είναι τα λουλούδια , του είπε ο Μάριος αλλά ο Γιάννης , που η σκέψη , που το μυαλό του , στην Ειρήνη . Όχι ρε , δεν τρέχει τίποτα , απάντησε αλλά δεν θα έλεγα πως έπεισε… κακομοίρη μου , αν σε ανακαλύψει η Δήμητρα , σε βεβαιώ πως θα την ανακαλύψει  σε μία ώρα κι εμείς θ αφήσουμε , αυτά τα ωραία μεροκαματάκια και θα δουλεύουμε στην Black Water κι αντί για γκομενάκια , θα πυροβολούμε αράπηδες . Σώπα ρε Μάριε , αφού δεν τρέχει τίποτα με την Δήμητρα , στο ‘χω πει τόσες φορές, του απάντησε …… ν ανέβεις στην παλιατζούρα που καβαλάς , να το βάλεις μπρος και να απομακρυνθείς στα τριάντα μέτρα . Τότε να της φωνάξεις , «δεν τρέχει τίποτα μεταξύ μας» και χωρίς να περιμένεις απάντηση , βάλε πρώτη και φύγε … αν είσαι τυχερός και πετάξει κιόλας , ίσως να την βγάλεις γιάντα θα σε πυροβολεί σαν την τσίχλα . Κοίταξαν ο ένας τον άλλο , ξεκαρδίστηκαν κι αποφάσισαν να πάρουν δυό κορίτσια που τους γλυκοκοίταζαν , να πάνε , να ρίξουν καμιά ζαριά για το καλό του χρόνου .

Ο υποδιευθυντής της αστυνομίας , ήταν στην πλατεία Ελευθερίας στο μαγαζί του Γυαλίρη , οπότε θεώρησαν πως το ασφαλέστερο σημείο για δύο ζαριές θα ήταν εκείνο . Ξέρετε τώρα , καφετέρια , με τραπεζάκια έξω , με μεγάλη σάλα και στην πίσω πλευρά , τρία τραπέζια στην ζούλα για ζάρια … Καλώς τους λεβέντες είπε ο Γιαλύρης … γειά σου θειό , τ απάντησαν , ήντα κάμεις , καλά όλα ? Ποιο καλά από καλά κοπέλια , εδά που μπήκατε και μέσα , είμαστε κι ασφαλής για τούτο , μούτε βιδάνιο θέλω , μούτε πράμα . Ευχαριστούμε και μη σε κόφτει μ ανέ κερδίσουμε , η καλή μας χέρα , δε θα ναι μαζεμένη … του απάντησαν και πήραν τα κορίτσια να πάνε να σβουρήξουν μια . Πέρασαν απ’ το μπαρ , τσίμπησαν δυό μπυράκια , ενώ τα κορίτσια έμειναν λίγο παραπάνω για να τους στύψουν δύο χυμούς μια και ένεκα του επαγγέλματος στην προσωπική τους ζωή , αποφεύγαν τα ξύδια και την κακοζωία . Σύντομα βρέθηκαν στο ποιο απόμερο τραπέζι μια και μπορεί να ήταν Χριστούγεννα αλλά ειδικά η Δήμητρα δούλευε νύχτα κι αν έκανε την εμφάνιση της , έπρεπε να είχαν τον χρόνο να στήσουν κάπως σωστά τα πράγματα . Ο Γιάννης αλλά κι ο Μάριος , είχαν ξεχωρίσει κάποια χρήματα για κουμάρι , υπολογίζοντας να παίζουν διακόσια ευρώ συν τα κερδισμένα κάθε μέρα για μέχρι της 31 του Δεκέμβρη . Είχαν φυσικά σκεφτεί και πόσα θα κέρδιζαν αλλά και τι θα τα έκαναν ! Μα τώρα σοβαρά ρε Γιάννη, θα βάψεις τον ντενεκέ ? …θα του περάσω και λάστιχα και αλυσιδογράναζα , πένα θα το κάνω ! απαντούσε και έπιανε και λίγο το πωπουδάκι της μικρής . Οι ζαριές ήταν στο πενηντάρικο , οπότε το λιγότερο τέσσερεις γύρους τους είχαν .

Ο Τσιριμωνάκης , ήταν αντιδήμαρχος κι είχε πρόβλημα μαζί τους από τότε που τον πέταξαν απ’ το δωμάτιο που είχε κόψει το κορίτσι . Βρέθηκε στο τραπέζι απέναντι τους και όλοι του έκαναν τεμενάδες , όταν όμως τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν , απλά έγνεψαν ο ένας του άλλου και οι ευγένειες αλλά και τα γαλλικά είχαν χαθεί . Η τύχη δεν ήθελε τον Μάριο που μετά από καμιά ώρα είχε χάσει την κάβα του και διασκέδαζε την βραδιά , παρακολουθώντας το παιχνίδι και σαλιαρίζοντας με το μωρό . Ο Γιαννιός , ποιο δυνατός , είχε κάνει τα δυό κατοστάρικα χιλιάρικο και έβλεπε κιόλας το πιπιζούρι βαμμένο . Η μάνα άλλαζε χέρια κι όταν έφτασε η ώρα ο Γιαννιός να παίξει με τον Τσιριμωνάκη , αυτός γύρισε και του είπε … θα το πάμε το χιλιάρικο που έχεις εκεί κι άμα χάσεις δεν πειράζει , θα μου δώσεις της πουτάνες που κουβαλάτε … το τραπέζι πάγωσε , ο Μάριος πίσω , έβαλε το δεξί του χέρι στην τσέπη και πέρασε την σιδερογροθιά στα δάκτυλα του , ενώ το αριστερό , είχε πιάσει κιόλα το πιστόλι . Ο Γιάννης ατάραχος , απάντησε … 50 ευρώ γυρνάει το τραπέζι αντιδήμαρχε , αν θέλεις παραπάνω , τράβα με την πλουτοκρατία στ’ άλλο τραπέζι . Ο Μάριος ήταν κιόλας όρθιος ενώ ο Γιάννης ατάραχος έβλεπε τον αντίπαλο του να βράζει … το τραπέζι αραίωσε σε δευτερόλεπτα , όλοι σαν ν ακολουθούν κάποιο παράγγελμα έκαναν ανεπαίσθητα μισό βήμα πίσω . Στο ‘χω πει ξανά και το εννοώ , θα σε κόψω σαν την τελευταία καριόλα που έπιασες τουφέκι κι νομίζεις πως έγινες άνθρωπος παλιοχωριάτη . Θα παίξεις ρε μπουχέσα ή θα μου ζαλίζεις τον έρωτα πολύ ώρα ακόμα , απάντησε ο Γιάννης , εντελώς ατάραχος . Ο Τσιριμώνης , έβαλε το χέρι πίσω απ’ το σακάκι και τράβηξε το ρούγκερ σ ευθεία γραμμή απ’ τα μάτια του εντελώς ατάραχου Γιάννη . Θα σε σκοτώσω φώναζε και τα σάλια έβγαιναν απ’ το στόμα του , ένοιωθες πως είναι έτοιμος να εκραγεί ! θα σε σκοτώσω κι εσένα και τον μαλάκα και θα πνίξω της πουτάνες που κουβαλάτε στα ζουμιά σας … φώναξε , ενώ όλοι είχαν φύγει απ’ το τραπέζι . Δεν θα κάνεις τίποτα τ απάντησε ο Γιάννης και γύρισε στον Μάριο κάνοντας του νεύμα να κατεβάσει το όπλο που είχε εδώ και πολύ ώρα κεντράρει το κεφάλι του αντιδημάρχου . Τώρα , κατέβασε τ όπλο κάτω , κάνε μεταβολή , πήγαινε στην γυναίκα και τα παιδιά σου κι άσε με να ζήσω άλλη μία μέρα να χαρώ την ρέντα μου … του είπε . Είχε κοκκινήσει και το χέρι του έτρεμε αλλά εκείνη ακριβώς στιγμή , από μηχανής θεός , είχε μπει στην σκηνή ο Γιαλύρης . Κατέβασε ήρεμα το χέρι με το πιστόλι και λέει … ρε Βαγγέλη , ηρέμησε , έχεις γυναίκα παιδιά κι είναι γιορτές , κάνε μου την χάρη , πήγαινε σπίτι και τα λέμε αύριο , ναι ? Έζωσε λοιπόν το όπλο πίσω , έβαλε το πουκάμισο στην θέση του φεύγοντας , είπε … μ εσένα θα τα ξανά πούμε . Ο Γιαλύρης έκανε νόημα στο Γιάννη να μην μιλήσει και να τον ακολουθήσει στο μπαρ . Φώναξε λοιπόν , «Ν αλλάξει η μάνα , τα ποτά από μένα και για το υπόλοιπο της βραδιάς στο μαγαζί πληρώνετε μόνο τα ποτά σας . Καλή διασκέδαση» … πέρασε το χέρι στον ώμο του Γιάννη και πήγαν προς το μπαρ . Μπράβο ρε Γιαννιό , χαράς την ηρεμία σου και σ ευχαριστώ που δεν έγινε τζέρτζελο στο μαγαζί . Συμβουλή στο δίνω όμως , πρόσεχε , με τον Βαγγέλη γνωριζόμαστε απ’ το σχολείο , δεν ήταν ποτέ καλό παιδί και δεν θα το ξεπεράσει έτσι .

 

Κεφάλαιο τρίτο

Παραμονή κι ο Γιάννης με τον Μάριο αλλά κι όλη την παρέα είχαν πάει κέντρο και γυρνούσαν από εδώ κι από κει . Η πρόφαση ήταν πως αγόραζαν δώρα αλλά στην πραγματικότητα , ήθελαν απλά να χαζολογούν και να πίνουν τσικουδιές , δεξιά αριστερά . Η πραγματικότητα είναι πως οι άντρες δεν μεγαλώνουν ποτέ και είναι το πλέον αγελαίο είδος θηλαστικού σ αυτόν τον πλανήτη . Από τα μικρά τους χρόνια , δηλαδή απ’ την εποχή που δεν θέλουν «κορίτσια» γύρω τους , μαθαίνουν να γυρνάν σαν τα κουλούκια και να μαρκάρουν την περιοχή τους . Είχαν πάρει τους πεζόδρομους γύρω απ’ τα λιοντάρια κι είχαν μπει σ όλα τα ρουχαλάδικα , πειράζοντας , με καλή διάθεση πάντα , όποια πωλήτρια στάθηκε μπροστά στην αγέλη . Σουβλατζίδικα , καφέ , τυροπιτάδικα τα χαν περάσει όλα τύπου … αδερφέ πιάσε πέντε τυρόπιτες … μήπως έχετε και τσικουδιά για να πάνε κάτω ? Ωραίο κλίμα και τόσο ωραία η παρέα που αν δεν τους ήξερες , δεν σου περνούσε απ’ το μυαλό , ούτε η ιστορία αλλά ούτε και η δουλειά τους σήμερα .

Μπορεί τώρα να μην είχαν δουλειά , μπορεί αύριο να περνούσαν Χριστούγεννα στα σπίτια τους αλλά ήταν σχεδόν σίγουρο , πως σήμερα το βράδυ θα δουλεύαν από της εννέα έως της εννέα το άλλο πρωί . Η ώρα του παιδιού λοιπόν , έπρεπε να λήξει και να φύγουν ώστε να είναι φρέσκοι για την δύσκολη νύχτα που τους περίμενε .  Η μέρα ήταν ιδιαίτερα ηλιόλουστη , πράγμα που βοηθούσε στο ελαφρό της διάθεσης αλλά και στο σχετικά ελαφρό για χειμώνα ντύσιμο . Το πιπιζούρι ήταν γλειμμένο και καθώς βάδιζε προς τα εκεί , το έβλεπε να γυαλίζει στον μεσημεριανό ήλιο και να δίνει την αίσθηση πως είναι χθεσινό κι όχι μια τόσο παλιά μοτοσυκλέτα . Κάθισε πάνω , το έβαλε μπροστά και το κίνησε λίγο πίσω για να πάρει την πρώτη . Άφησε τον συμπλέκτη και ο γεμάτος ήχος απ’ την τέσσερα σε μία Kerker που με τόσο κόπο είχε ανακαλύψει σ ένα παλιατζίδικο στον Πειραιά , του χάιδεψε τ αυτά και την ένοιωσε σαν να γουργουρίζει από ευτυχία . Κυλούσε όμορφα , χάζευε δεξιά αριστερά , απ’ την μια είχε στο μυαλό του την Ειρήνη, απ’ την άλλη τον νοιάζονταν πολύ την Δήμητρα κι ήθελε να έχει ωραία Χριστούγεννα , γενικά δεν θα έλεγες πως είχε και πολύ το μυαλό του στον δρόμο . Δεν το είχε αλλά …όταν είδε την Ειρήνη δεξιά στην πορεία του , ξύπνησε , έκοψε και πήγε στο πλάι της …. Ψιτ μικρή ! …Βρε καλώς τον αποκρίθηκε αυτή , βγαίνουμε και την μέρα , τον ρώτησε . Το ίδιο θα έλεγα και για σένα αποκρίθηκε αυτή και το χαμόγελο της έλαμπε , ήταν κυριολεκτικά , όμορφη σαν άγγελος . Θες να σε πάω κάπου ή μήπως καλύτερα , θες να πάμε Ηράκλειο να πιούμε ένα καφέ ? μπαααα , δεν μπορώ να φύγω τόσο πολύ , του απάντησε . Γιατί , θα φωνάζει ο μπαμπάς σου η θα παρεξηγηθούν τ άλλα κορίτσια πίσω απ’ τους ασπάλαθους , αποκρίθηκε αυτός με σαρκαστικό στυλ . Λέμε κι ανέκδοτα ? του αποκρίθηκε και συνέχισε … λοιπόν οκ , θα την πάμε την βολτίτσα αλλά μικρή , πρέπει να γυρίσω αλλιώς θ ανησυχούν τα κορίτσια . Να, θα με πας λίγο απ’ αυτόν τον δρόμο που δεν έχω ξανά πάει , θα κάτσουμε λίγο και μετά θα με γυρίσεις όμως εδώ . Έγινε μωρό , αποκρίθηκε κι αυτή ανέβηκε στην μηχανή . Πέρασε τα χέρια της στην μέση του κι αυτός , όπως και όλοι όσοι οδηγούν , απολάμβανε το στήθος της να παίζει στην πλάτη του . Έλεγαν διάφορα , χωρίς να είναι σίγουροι πως ο ένας ακούσει τον άλλο και τα χιλιόμετρα απλά  έγραφαν . Κάποια στιγμή ο δρόμος τελείωσε και μια ατέλειωτη παραλία γεμάτη με άμμο άπλωσε μπροστά τους . Κατέβηκαν απ’ το μηχανάκι κι η Ειρήνη του πρότεινε να περπατήσουν προς την θάλασσα . Δέχτηκε και ξεκίνησε μαζί της αλλά …ήταν δυνατός ο ήλιος κι έβγαλε το μπουφάν αλλά και την μπλούζα του . Καθώς προχωρούσαν προς τα κάτω , ο ήλιος άρχισε να βασιλεύει και τα πάντα είχαν γίνει κόκκινα ενώ η θάλασσα έφτανε σχεδόν μέχρι τα πόδια τους . Η Ειρήνη ακούμπησε σ ένα φοίνικα που έγερνε πάνω απ’ το νερό και γύρισε το πρόσωπο της προς τον ουρανό … Ώπα ! είπε ο Γιάννης , που βρέθηκε ο φοίνικας και που είναι αυτή η παραλία ? Κοίταξε την Ειρήνη στα μάτια και της είπε … δεν υπάρχεις ε ? Ονειρεύεσαι Γιάννη και τώρα θα ξυπνήσεις αλλά να προσέχεις με την μηχανή σήμερα και να ξέρεις θα είμαι μαζί σου ….

Τα μάτια του Γιάννη άνοιγαν σιγά και ήρεμα , αφήνοντας τα πρώτα χρώματα να τ ακουμπήσουν . Καλώς τ αγόρι μου , καλημέρα ! του είπε η Δήμητρα , που ήταν ντυμένη στο πάγκο της κουζίνας , ενώ αυτός ήταν χυμένος στον καναπέ . Τι μέρα είναι ? ρώτησε και η Δήμητρα του ε’ιπε , παραμονή , γελώντας ελαφριά ένεκα της περίεργης ερώτησης . Η μηχανή είναι εντάξει ? ρώτησε … μόνη και σε περιμένει στην εξωτική αυλή μας που την άφησες του απάντησε . Εκείνος , σηκώθηκε και τράβηξε την κουρτίνα για να την δει . Τι κοιτάς ,τον ρώτησε …τίποτα απλά είχα ένα παράξενο όνειρο . Γύρισε το κεφάλι  του προς τα μέσα και το εορταστικό κλίμα του δωματίου , αφήνοντας την έξω εικόνα , που μάλλον δεν θύμιζε την εικόνα που είχε η παραμονή στ’ όνειρο του . Γέλασε στο κορίτσι, του γλυκομίλησε και κάθισε για να πάρει το πρωινό που ένεκα της ημέρας ήταν αυτοκρατορικό ! Αυγά μάτια στο τεφάλ , σύγκλινο , ζυμωτό ψωμί απ’ την μάνα της Δήμητρας και γάλα της κατσίκας με ζάχαρη και ειδικά το κατσικίσιο γάλα , το λάτρευε .

Θα φύγω , είπε κάπως σφιγμένα κι αυτό όχι εξ αιτίας της Δήμητρας αλλά εξ αιτίας του ονείρου του . Καλά αφού θα λείπεις όλο το βράδυ μάλλον απόψε γιάντα να φύγεις από δα , του αποκρίθηκε . Θα ματαγαήρω , θα την πέσω και θα φύγω κατά της οκτώ στην δουλειά , της αποκρίθηκε . Μην φας τίποτα κρέατα , αύριο τελειώνει η νηστεία , του απάντησε γελώντας μια και ήταν σίγουρη πως δεν είχε καμία ελπίδα η νηστεία σήμερα . Όχι τραγικός αλλά τυπικά χειμωνικός ο καιρός , είχε μια μουντήλα , έριχνε αραιά και που κάνα ψιλό αλλά οκ δεν ήταν και καμιά φοβερή ταλαιπωρία , άλλωστε στην Κρήτη , τα κρύα έπιαναν , μετά τα μέσα του Γενάρη . Καβάλησε την γριά , τράβηξε τους αέρηδες που ήταν πάνω στην τετράδα , έριξε την μιζιά και περίμενε λίγο να ζεστάνει . Το κουνούσε εμπρός πίσω , κρατώντας τα φρένα να δει μπας και παίζει κανα ρουλεμάν , άκουγε το μοτέρ προσεκτικά , έκανε οπτικό έλεγχο αλλά μπα… δεν έδειχνε κάτι στραβό το μηχανάκι . Έβαλε την μπανάνα με το ένα πιστόλι στο πλάι , γύρισε το κάτω πιστόλι πίσω στην γάμπα , φόρεσε το κράνος κι έφυγε . Σύντομα , ελευθερώθηκε και το κορμί αλλά και η διάθεση του , ξέχασε το όνειρο αλλά όχι και την Ειρήνη . Στην περιοχή που την είχε δεί μερικές φορές , την έψαχνε και συγχρόνως, είχε στο μυαλό του να της πει πως την είδε στον ύπνο του αλλά …χωρίς λεπτομέρειες .

Τ άλλα λυκόπουλα έπιναν κιόλας τσικουδιές σ ένα σουβλατζίδικο στα Λιοντάρια που το χε ένας συμμαθητής του ενός και όντας σε μια χαρούμενη κιόλα κατάσταση , άρχισαν να φωνάζουν , όταν τον είδαν να πηγαίνει προς το μέρος τους . Κάτσε ρε να πιούμε μια ! βρε να πιούμε και δυο και τρεις αλλά μην το χέσουμε γιάντα πρέπει να γαείρω και στο χωριό αποκρίθηκε ο Γιάννης . Έλα μωρέ σιγά , μια θα πιούμε , θα σβουρίξουμε λίγο , θα πιούμε στο Γιώργη άλλη μια και θα την κάνουμε , απάντησε ο Μάριος και συνέχισε , δεν πρόκειται ν αποσπερήσουμε και μετά ούλο το βράδυ να δουλεύουμε . Πράγματι κι έτσι έπαιξαν τα πράγματα , γύρισαν λίγο τον πεζόδρομο αλλά και τα μαγαζιά έξω απ’ αυτόν , πήραν δώρα για ανίψια , γονείς , γκόμενες και κάνα ρουχαλάκι για να ναι κι οι ίδιοι στην πένα κατά την αλλαγή του χρόνου . Τέλος , βρέθηκαν στου Γιώργη , που χε ένα τυροπιτάδικο σ ένα στενάκι , κοντά στον Άγιο Μηνά ,βγάλαν το μπουκάλι έξω , πήραν μερικά καλτσούνια και σέρβιραν σε κάτι πλαστικά ποτηράκια που είχε ο Γιώργης για να βάζουν οι πελάτες του νερό απ’ τον ψύκτη .

Μέσα στην τρελή χαρά , ο Μάριος μαζεύει τα φρύδια και λέει χαμηλόφωνα …καλώς τ αρχίδια μας ! … τι είναι ρε ? τ απάντησαν , κατεβαίνει ο Τσιριμώνης με τα τσιράκια του . Γυρνάν λοιπόν προς την εκκλησία και τον βλέπουν να περνάει με δυό τύπους που θα πυροβολούσαν και την μάνα τους , ενώ στο στρατό έκαναν τους τρελούς ή της αδερφές και είχαν βγει γιωτάδες . Ο ευυπόληπτος αντιδήμαρχος πάει να κάνει μαγκιά και μάζεψε τ ασκέρι του , είπε ο Γιάννης . Οι άλλοι έγνεψαν καταφατικά κι ο Μάριος είπε , «έπρεπε να τον είχαμε σκοτωμένο να ξεβρωμίσει ο τόπος»… έλα ρε , μια ζωή μετά κυνηγημένοι για το μλκα ? σιγά , πέντε μήνες θα καθόμουν και θα βγαινα , αποκρίθηκε …καλά κάνε χαρές , νόμιμα το κουβαλάς αλλά …άμα ρίξεις σ άνθρωπο , δεν είναι στρατός εδώ , του απάντησαν , ενώ ο Γιάννης μ έναν ευχάριστο τόνο , πετάχτηκε και είπε … άσε που άμα τον έχεις σκοτωμένο , ποιο θα λαδώσουμε για να βγεις ! κι όλοι έσκασαν στα γέλια . Κυρ Βαγγέλη φώναξε και σήκωσε το χέρι ! Γύρισε ο Τσιριμώνης κι ο Γιάννης συνέχισε …έλα να σε κεράσουμε μια ! Φχαριστώ Γιάννη , έχουμε λίγη δουλειά , μια άλλη φορά , του αποκρίθηκε , βάζοντας ένα πελεκημένο γέλιο στα μούτρα του . Καλά , όπως αγαπάς , του φώναξε και συνέχισε, Καλές γιορτές να έχουμε . Ο αντιδήμαρχος , έγνεψε καταφατικά και συνέχισε την πορεία του . Κι οι δύο έδειξαν πως δεν έχουν πρόβλημα μεταξύ τους , πράγμα εντελώς ψευδές φυσικά.

Η ώρα πέρασε και κατά της τρεις το μεσημέρι , ο Γιάννης καβάλησε το γέρικο Kawasaki και πήρε τον δρόμο της επιστροφής . Αυτήν την φορά , δεν είχε κανένα ενδοιασμό , καμία σκέψη και έχοντας πιεί κομματάκι , πήγαινε αεράτα και απρόσεχτα . Αυτό , ευτυχώς δεν του κόστισε μια και έφτασε σπίτι μια χαρά . Ήταν λίγο πριν της τέσσερίς , η Δήμητρα έλειπε και το σημείωμα έγραφε … αν έρθουν τ ανίψια σου για τα κάλαντα δώστους από ένα δεκάρικο και αν έρθουν άλλα παιδιά σου χω διφραγκάκια στο τραπέζι , φαΐ έχει στο τσικάλι , καλή ξεκούραση . Με την σκέψη του πως είναι δυνατόν , απογευματιάτικα να λένε παιδιά τα κάλαντα ακόμα , κινήθηκε προς την κουζίνα αλλά …κτύπησε το κουδούνι . Γυρνάει σαστισμένος , πάει κι ανοίγει την πόρτα . Καλή εσπέρα , άρχοντες , κι αν είναι , κι είναι ορισμός σας…. Βρε σατανάδες , ακόμα κάλαντα λέτε , τους λέει και προσπαθεί να σκεφτεί κάτι που πρόσφατα είχε διαβάσει επι του θέματος . Έλεγαν οι πιτσιρικάδες και λίγο πριν το τέλος , το μυαλό λειτούργησε! Θυμήθηκε το σημείωμα και πήγε να πάρει τα λεφτά . Παίρνει τα λεφτά και πηγαίνοντας προς τα πιτσιρίκια φωνάζει άντε και του χρόνου αν και του χρόνου θα είστε μεγάλοι και δεν θα πείτε τα κάλαντα , ε ? Νεκρική σιγή στην παρέα …. Έλα , πλάκα σας κάνω , αφού είστε τόσο μικροί , είπε και συνέχισε για να δω πόσοι είστε … 1..2…3…6 ! έξι ! τόσα πολλά ανίψια έχω , για να δω , ένα δεκάρικο στον καθ’ ένα μας κάνει εξήντα ευρώ …. Θείο  Γιάννη , τρεις νομάτοι είμαστε , του αποκρίθηκαν … ναι αλλά κάνετε για έξι , τους απάντησε δίνοντας τους τα εξήντα ευρώ . Τα πιτσιρίκια έφυγαν κι αυτός απ’ το παράθυρο έβλεπε στα κρυφά τον ενθουσιασμό των μικρών για το «λάθος» του . Στην συνέχεια πήγε στην κατσαρόλα που από μακριά την έβλεπε και δεν τον ενθουσίαζε . Μπρόκολα , καρότα , πατάτες και σέλινο βραστό … δηλαδή , πραγματικά τώρα , αυτό έφτιαξε , σκέφτηκε αλλά …. Τι να κάνει ? έβαλε άφθονο λάδι , αλάτι , πιπέρι κι έφαγε στον καναπέ , όπου τον πήρε κι ο ύπνος .

Κατά της εφτά μπήκε η Δήμητρα μέσα και δίνοντας του ένα φιλί τον ξύπνησε και του είπε . «σήκω θ αργήσεις στην δουλειά» . Αυτός μόλις άνοιξε τα μάτια , είπε μία κουβέντα … Μπρόκολα ? δηλαδή παραμονή , ρε Δήμητρα , παραμονή … ‘Έλα μην γκρινιάζεις του αποκρίθηκε μα αύριο και για πόσες μέρες , θα σκάσεις στα κρέατα . Σηκώθηκε , επέλεξε άνετα ρούχα μια και η νύχτα θα ήταν μεγάλη , έστυψε δυό λεμόνια σ ένα ποτήρι νερό , έβαλε αλάτι κι ήταν έτοιμος για όλα . Φίλησε την Δήμητρα λέγοντας της χαριτωμένα , «τα λέμε τα Χριστούγεννα» και έκοψε αζιμούθιο για το πιπιζούρι .

Ο καιρός είχε φτιάξει εντυπωσιακά , είχε καθαρό ουρανό , αστροφεγγιά , άρα και αρκετό κρύο , ενώ η ορατότητα έμοιαζε σαν να είμασταν δυό τρεις μέρες , πριν ή μετά την πανσέληνο . Βροχή δεν υπήρχε περίπτωση να ρίξει και θα έλεγες πως αν και κρύα , ήταν μια γλυκιά χειμωνιάτική νύχτα . Ο δρόμος κυλούσε, αλλά ο Γιάννης είχε το μυαλό του μπας και δει πάλι την Ειρήνη . Παράλογο , είχε κρύο , ήταν παραμονή , θα ήταν απίστευτο αν την έβλεπε αλλά δεν θα την έλεγες και πολύ συμβατικό άτομο για να σκεφτεί τέτοια πράγματα . Μπα δεν θα την δω σκέφτηκε , όταν την είδε γυρισμένη προς αυτόν . να χαιρετά κάνοντας νεύμα με το χέρι ψηλά . Η χαρά που ένοιωσε , ίσως να ήταν το καλύτερο χριστουγεννιάτικό δώρο . Άρχισε να φρενάρει την μηχανή και να την πλησιάζει … το μηχανάκι σταμάτησε ακριβώς μπροστά της κι αυτή τον υποδέχτηκε με το καλύτερο χαμόγελό της . Τα ρούχα που φορούσε ήταν τα ίδια ακριβώς που φορούσε και της προηγούμενες φορές … αυτήν την φορά , ήταν εντυπωσιακά πολύ λίγα για την μέρα . Πω , κοίτα ένα μωρό που βλέπω βράδυ παραμονής και δεν κρυώνει κιόλας , της είπε . Κατέβα απ’ το μηχανάκι τώρα , του αποκρίθηκε , χωρίς κανένα χαμόγελο στο πρόσωπο της και με τόνο που δεν σήκωνε καμία απολύτος αντίρρηση . Ο Γιάννης σάστισε και την ρώτησε . «γιατί είσαι εδώ ?» κι αμέσως ακούστηκε μια ριπή από ΑΚ κι ένοιωσε μια ζέστη στην αριστερή ωμοπλάτη αλλά και το χέρι του . Καθώς έπεφτε αιφνιδιασμένος την κοίταζε στα μάτια …αυτή τον αγκάλιαζε και του έλεγε ήρεμα , «γι’ αυτό είμαι εδώ !» . Έβαλε τα χέρια της κάτω απ της μασχάλες και τον τράβηξε καθώς το GPZ έπεφτε με πάταγο στον δρόμο . Θολωμένος ο Γιάννης την έβλεπε στα μάτια , ενώ αυτή τον τραβούσε προς τα πίσω . Έπεσε μαζί του στο χαντάκι του δρόμου που δεν ήταν πάνω μισό μέτρο βαθύ και του είπε …ρίξε δέκα η ώρα μισό μέτρο πάνω απ’ το δρόμο , τώρα ! Τα μάτια του σπιθίρισαν και τράβηξε άμεσα και στην κίνηση το πιστόλι απ’ το πόδι του , ρίχνοντας τυφλά στην κατεύθυνση που του είπε . Το α! που ακούστηκε τον έκανε να υποθέσει πως η ριπή δεν είχε πάει χαμένη και έριξε άλλη μία σφαίρα στην ίδια κατεύθυνση . Φύγε από εδώ του είπε η Ειρήνη και συνέχισε …θα ρίξει στην μηχανή , φύγε ! Ξεκίνησε να έρπει στο σκοτάδι αλλά δεν θα μπορούσε να μείνει για πολύ αθέατο το φευγιό του μια και την νύχτα δεν την έλεγες και πολύ σκοτεινή . Μάζεψε όση ψυχή είχε μείνει μέσα του , αγνόησε της τρύπες στο κορμί του και προσπάθησε να κάνει αναγνώριση και να καταλάβει με τι είχε να κάνει . Ήταν ένα αγροτικό , μάλλον τετρακίνητο Hilux εικοσαετίας και δύο άνθρωποι , ώρα δύο και ώρα μία δική του . Τον έναν τον είχε πετύχει αλλά το τραύμα έμοιαζε μάλλον με επιπόλαιο μια και χώλαινε μεν αλλά συνέχιζε να βάλει εναντίων του . Φύλαξε πάλι στο πόδι του το εφεδρικό πιστόλι , επιλέγοντας να το αφήσει με δύο μπάλες μέσα . Τράβηξε το κεντρικό και έκανε νόημα στην Ειρήνη που ήταν πεσμένη πίσω απ’ το μηχανάκι να έρθει προς το μέρος του και να απεμπλακεί απ’ την σκηνή . Αυτή σήκωσε απλά το χέρι της και του έδειξε με το δάκτυλο να γυρίσει πίσω …κινήθηκε ταχύτητα και άπλωσε το πιστόλι , αδειάζοντας σχεδόν την γεμιστήρα , στον ένα απ’ τους δύο επιτιθέμενους που χωρίς να τον καταλάβει είχε κινηθεί στο πλάι του . Αυτός σωριάστηκε στο χώμα και άρχισε να φτύνει αίματα μετρώντας της τελευταίες στιγμές του . Ο Γιάννης είδε την θέση του άλλου και έκανε να κινηθεί προς την Ειρήνη αλλά… ο καρχαρίας τυλίχτηκε στης φλόγες και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα , έσκασε. Αυτός φωνάζοντας στην Ειρήνη που ατάραχη είχε τυλιχτεί στης φλόγες , έδωσε εύκολο στόχο στον αντίπαλο του , που του έριξε άλλη μία βολή , η οποία ευτυχώς τον τραυμάτισε μόνο επιδερμικά . Μου σκότωσες τον αδερφό και θα πεθάνεις ,αργά και βασανιστικά , του φώναξε ο αντίπαλος του . Αυτός έριξε μια ριπή στην πλευρά της φωνής και αμέσως άλλαξε την γεμιστήρα . Ο αντίπαλος του , συνέχισε να φωνάζει και να τον απειλεί ανάμεσα σε ριπές του ΑΚ , κάνοντας σαφές πως δεν πρόκειται να μείνει από μπάλες . Τότε ο Γιάννης , ξαπλωμένος κάτω και έχοντας οπτική επαφή με τον άντρα που λίγο πριν είχε ρίξει αιμόφυρτο κάτω ,τον πυροβόλησε στο πόδι . Αυτός έκανε έναν μορφασμό , κάνοντας σαφές πως δεν είχε την δυνατότητα για παραπάνω αντίδραση . Αυτή όμως η κίνηση εξόργισε τον άλλο που πήγε προς το μέρος του πυροβολώντας . Όσο και να έριξε ο Γιάννης , δεν φάνηκε ούτε αυτός να έχει την δύναμη να πυροβολήσει άλλο και άφησε το όπλο να γλιστρήσει απ’ τα χέρια του . Σηκώνοντας το κεφάλι , είδε στα πέντε μέτρα μπροστά του , τον Βαρουξή , ένα απ’ τα δυό τσιράκια του Τσιριμώνη κι άρα ο σκοτωμένος είναι ο μικρός του αδερφός .Βρες καλώς τ αρχίδια μας , είπε, ενώ ο Βαρουξής απάντησε … έχεις χαιρετίσματα απ’ τον αντιδήμαρχο κι απ’ ότι βλέπω θα κρατήσουν πολύ γιατί θα έχεις ένα πολύ κακό κακό τέλος . Μπα , σου σκότωσα τον αδερφούλη και θα με τιμωρήσεις είπε και ….ήταν χάλια αλλά όχι τόσο όσο έδειχνε… μαζεύτηκε σαν την αστραπή και τράβηξε το πιστόλι απ’ το πόδι ! Η πρώτη βρήκε τον Βαρουξή κατάκαρδα , ενώ η δεύτερη στο κούτελό καθώς έπεφτε . Αει στο διάολο καριόληδες , είπε και έκλεισε τα μάτια .

Καλός καιρός , όμορφη γλυκιά μέρα και η Ειρήνη σφιγμένη πάνω στον Γιάννη , ακουμπούσε το μάγουλο της στην πλάτη του , ενώ αυτός τα είχε όλα ! είχε το αγαπημένο του GPZ και την ποιο όμορφη γυναίκα που ποτέ είχε δει από πίσω .

_Έλα πες μου τι θες να κάνουμε , που θες να σε πάω ?

_ Η αλήθεια είναι πως δεν έχω και πολύ ώρα , πρέπει πραγματικά να φύγω .

_ Τι σε περιμένουν πάλι οι φίλες σου πίσω απ’ τους θάμνους ?

_ Έχουν φύγει τα κορίτσια , απλά είπα να το καθυστερήσω λίγο .

_ Δεν είσαι από δω , έτσι ?

_ Όχι , για δουλειά είχα έρθει αλλά μάλλον δεν πήγε καλά .

Κάπου εκεί το μυαλό του Γιάννη , άρχισε να καταλαβαίνει το παράδοξο της υπόθεσης μια και καβαλούσε μια μηχανή που ήταν σαν καινούρια ενώ είχε καεί , με μια γυναίκα που έπρεπε να είχε πεθάνει πίσω ! Το ακόμα ποιο παράξενο , πότε στο καλό πρόλαβε να αναρρώσει με τουλάχιστον δύο σφαίρες πάνω του ? Κοιμάμαι γυρίζει και της λέει , σ έχω δει να πεθαίνεις ! φυσικά και κοιμάσαι αλλά μπορώ να σου πως με σιγουριά πως δεν μ έχεις δει να πεθαίνω , του απάντησε . Σάστισε και έκανε μια προσπάθεια να ξυπνήσει αλλά δεν του ήταν εύκολο . Είμαι ζωντανός , ρώτησε . Ολοζώντανος και σε καλά χέρια του απάντησε η Ειρήνη . Το σκηνικό είχε μεταφερθεί απ’ την μηχανή σε κάποια παραλία , με καλοκαιρινά ρούχα , τον ήλιο να καίει και το κύμα να γαργαλάει τα δάκτυλα . Η μετατόπιση της σκηνής , αγρίεψε κάπως τον Γιάννη που προσπάθησε να καταλάβει πως βρέθηκε εκεί . Ησύχασε του είπε η Ειρήνη , σε όνειρο είσαι , δεν τα πάμε αυτά ? Άπλωσε τα χέρια της και έπιασε τα δύο του μάγουλα , φέρνοντας το πρόσωπο της , μπροστά απ’ το δικό του  . Ψέλλισε ένα ευχαριστώ και ακούμπησε τα χείλι της στα δικά του , με τον ποιο γλυκό τρόπο .

Άνοιξε τα μάτια και ακριβώς στην ίδια θέση που τον είχε αφήσει η Ειρήνη , ήταν η Δήμητρα , να τον κοιτά γεμάτη αγάπη . Αυτό σίγουρα τον ηρέμησε και ρώτησε , είμαι ζωντανός ? ναι, του απάντησε κι αμέσως κι αυτός ξανά ρώτησε … δεν είμαι σε όνειρο ? ..όχι ήταν η απάντηση , ενώ εκείνη την στιγμή ο Μάριος άνοιγε την πόρτα . Πω ρε φίλε , σκύλος μαύρος είσαι του είπε , κόσκινο σ έκαναν κι συ σκότωσες και τους δυό ! Άστον τώρα ρε Μάριε και πήγαινε να φωνάξεις την νοσοκόμα . πως ξύπνησε , είπε η Δήμητρα .

Οι ήχοι ήταν λίγο χαμένοι στο μυαλό του Γιάννη , λίγο η τηλεόραση να παίζει σιγά , λίγο ο θόρυβος απ’ έξω , η Δήμητρα , οι νοσοκόμες … Πως είμαι ρε Δήμητρα ? Θα ζήσεις και μάλλον χωρίς κουσούρι , η σφαίρα στο χέρι βγήκε , ενώ άλλη μια που είχες στον ώμο , την έβγαλαν και δεν σου είχε πειράξει κάτι σημαντικό . Ήσουν τυχερός και σε μαζέψαν γρήγορα , γιατί έχασες πολύ αίμα . Καλά ρε Δήμητρα πως με βρήκαν εκεί που ήμουν ? δεν ξέρω , απ’ το ΕΚΑΒ είπαν πως πήρε μια γυναίκα τηλέφωνο αλλά δεν υπάρχει πουθενά ηχογραφημένο το περιστατικό κι ούτε έχουν κάποιο όνομα .  Τον Τσιριμωνάκη τον έχουν συλλάβει για πολλά πράγματα , έκανα έρευνα στο σπίτι των Βαρουξήδων και βρήκαν πολλά , ακόμα και φονικά είχανε καμωμένα . Το κορίτσι τελικά πως το έλεγαν ρώτησε … ποιο κορίτσι απάντησε με απορία η Δήμητρα . Αυτό που κάηκε με την μηχανή … δεν υπήρχε τίποτα γύρω απ’ την μηχανή και κανένα κορίτσι , απ’ τα τραύματα , σουχλιά σου κάνει ο νους σου , απάντησε η Δήμητρα .

Σε βλέπω να έχεις ξυπνήσει για τα καλά , είπε η γιατρός καθώς μπήκε μέσα . Ήταν μια ψηλή και χοντρή γυναίκα , γύρω στα σαράντα μ ένα τεράστιο χαμόγελο . Άρχισε να τον εξετάζει κι όποτε αυτός δυσανασχετούσε , έλεγε … κάτσε φρόνημα , θα σου βάλω υπόθετο … Όταν αποφάσισε πως δεν υπάρχει κανένας λόγος ν ανησυχεί , σηκώθηκε , του είπε …χαρούμενο το 2020 και έφυγε . 2020? Είπε ο Γιάννης και τα μάτια του έπαιζαν μια στην Δήμητρα μπροστά του και μια στον Μάριο που ήταν όρθιος πίσω στο τοίχο . Τρεις του Γενάρη είναι Γιάννη , δεν έφτασες ν ανοίξεις τα μάτια σου και τόσο εύκολα , μπορούσες να είχες πεθάνει αλλά οι γιατροί έκαναν ότι μπορούσαν . Αυτή η μπουλούκα, η γιατρός , τόσες μέρες μας δίνει κουράγιο , μέχρι κι ανέκδοτα μας έλεγε , είπε η Δήμητρα , ενώ ο Μάριος πετάχτηκε και του λέει …έναν γκόμενο πρέπει να της τον βρεις , οκ είναι μπουλούκα αλλά είναι απ’ αυτά τα ωραία μπουλούκια με το χαμόγελο και το αστείο στην άκρη των χειλιών τους .

Την επόμενη μέρα , ο κόσμος ήταν ακόμα καλύτερος , το κεφάλι πονούσ