Όταν το σώμα θυμάται , η ψυχή το γλεντά

Άρθρο: Ιωάννης Αλεξανδράκης

Θα σας πω μια ιστορία σε πρώτο πρόσωπο , μπορεί να είναι και αλήθεια , μπορεί να έχει λίγη ή πολύ αλήθεια αλλά μπορεί να είναι κι ένα ψευδές διαστρεβλωμένο παραμύθι που τώρα ξεκινάει να βγαίνει απ’ την αχαλίνωτη φαντασία μου . Στην πραγματικότητα δεν έχει σημασία η αλήθεια ή το ψέμα , μια και πρόκειται για μια κοινή λαϊκή ιστορία απ’ αυτές που ζήσαμε , θα ζήσουμε , έζησαν και θα ζήσουν .  Το 1973-4 η Αθήνα είναι μια άλλη πόλη , οι δρόμοι γεμάτοι μ αμερικάνικα αυτοκίνητα και γερμανικές μηχανές ή μηχανάκια και πολυπολιτισμική όπως σήμερα … έχουν γυρίσει τα παιδιά απ’ τα παιδομαζώματα και ουσιαστικά μιλάν ρωσικά και σπαστά ελληνικά , ενώ το παζλ συμπληρώνουν οι χιλιάδες επαρχιώτες που κάνουν στην πρωτεύουσα , δικές τους κλίκες . Τέτοιοι επαρχιώτες λοιπόν ήταν κι οι γονείς μου , όπου εσφαλμένα προσπαθούσαν να βρουν ένα καλύτερο μέλλον για το παιδί τους.

71849689_1038045473253800_1650965633078132736_n

Δεν θα το πιστέψετε αλλά η πλατεία Δαβάκη ( της Καλλιθέας) ήταν χωμάτινη και πρόσφατα, της είχαν τοποθετηθεί κάτι κούνιες σε σχήμα πυραύλου . Αυτές οι κούνιες ήταν που θα με κούραζαν και στην συνέχεια η μάνα μου θα μπορούσε να κατευθυνθεί στην αγορά και μ εμένα αποκαμωμένο να κάνει εύκολα τα ψώνια της . Η αγορά απ’ την πλατεία για τους ποιο πολλούς, που δεν γνωρίζουν την περιοχή , απέχει ελάχιστα , ενώ έξω απ’ την αγορά τότε , υπήρχε η δεύτερη παγίδα . Ποια ήταν η παγίδα ? κάτι γριές με πλήρη γνώση της ρωσικής και σπαστή της ελληνικής όπου πωλούσαν καραμελωμένα μήλα και κοκοράκια . Τα μήλα ποτέ δεν τα έτρωγα με χαρά αλλά τα κόκκινα , λαχταριστά κοκοράκια …πέθαινα για ένα . Όσο κι αν προσπάθησα όμως , τα μετρημένα χρήματα της μάνας μου , δεν της επέτρεψαν να μου πάρει ένα… μου είπε , πως αν στον γυρισμό είχε χρήματα , θα μου έπαιρνε . Ότι δεν μου πήγε καλά , είναι μια αλήθεια , ότι δεν ήμουν στην ηλικία να καταλάβω κι αυτό σωστό είναι , το ότι έβγαλα μια mini Beretta και την ύψωνα στους ανθρώπους φωνάζοντας μπαμ μπαμ , ήταν απόλυτο γεγονός . Το μέγεθος του όπλου ήταν μικρότερο από ένα πακέτο τσιγάρα αλλά και πάλι ήταν δύσκολο στα τρία ίσως τέσσερα μου χρόνια να το σηκώσω . Τ απανωτά εμφράγματα και τον πανικό της μάνας μου , χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να τον καταλάβω αλλά , άρπαξε το όπλο και το πέταξε σ ένα νεροχύτη του δρόμου . Ποιος σου το έδωσε μου λέει … ο θείος Αντώνης της αποκρίθηκα , την έβλεπα και πίστεψα πως θα βγάλει αίμα απ’ τα μάτια . Το ίδιο βράδυ , ο θείος Αντώνης που δεν ήταν θείος αλλά κολλητός του πατέρα μου και ο πατέρας μου  , δεν το απολαύσαν το κρασάκι τους …ουσιαστικά τους είχε στήσει η μάνα μπροστά και τους πήγαινε γ@μιώντας , ενώ αυτοί , καταλαβαίνοντας τι είχε γίνει ,είχαν μαζέψει κι έλεγαν διάφορα τύπου …έλα ρε Χρυσούλα , δεν είχε γεμιστήρα ….. του το έδωσα για να παίζει ….κι άλλα τέτοια που μάλλον δεν είχαν επιτυχία  . Το τέλος του θείου Αντώνη , γράφτηκε σε μια φυλακή , έξω στην Γερμανία αν θυμάμαι καλά , δεκαετίες πίσω αλλά για μένα , δεν έχει καμία σημασία μια και ήταν ένας άπαιχτος τύπος που αν και ήθελα , ευτυχώς δεν κατάφερα να του μοιάσω τόσο όσο θα ήθελα .

Ο Βλαχαντώνης λοιπόν ζούσε , σε μια μικρή πόλη της Κρήτης , το Καστέλι . Ήταν ορφανός κι οι αδερφές του είχαν μια ταβέρνα , ήταν όμως άρχοντας και χατίρι δεν μου χάλασε ποτέ . Τον έκανα ότι ήθελα κι αυτός για να τον αφήσω λίγο ήσυχο μου λέγε «πάμε Γιαννιό να βγάλουμε χοχλιδάκια τσι θάλασσας ?» , ναι αποκρινόμουν εγώ και πηγαίναμε στα βράχια, έβγαζα μερικά και τα κάναν πιλάφι ! Καθόμασταν σ ένα μακρύ τραπέζι όλοι κι έλεγε με καμάρι , «τα χοχλιδάκια που τρώγομε ο Γιαννιός τα χει βγαλμένα» . Έτσι η περηφάνεια μου έφτανε στον αέρα και του λεγα «θείο Αντώνη θα με κάνεις βόλτα μετά?» . Βόλτα …και το βόλτα, ήταν ο κόσμος όλος  … Είχε μια Horex βασίλισσα  ,με τα νίκελ της , με της κορώνες της , κομπλέ … τι μηχανάκι και τι δούλεμα ! σαν πεντάμετρο καΐκι που ανάμεσα σε ένα σύννεφο απο γλάρους , μπαίνει στο λιμάνι μετρώντας πιστονιές ,έκανε . Αυτός με το μαλλί μπριγιόλ γυρισμένο πίσω , με το άσπρο πουκάμισο , ζωσμένο μέσα στο παντελόνι και τα μανίκια γυρισμένα μέχρι τα μπράτσα , καβαλούσε κι έβαζε μπροστά . Μετά άπλωνε τα χέρια κάτω προς εμένα και κουνώντας τα δάκτυλα στης ανοιχτές ανάσκελα ,παλάμες του , μ έγνεφε για να πάω προς το μέρος του . Το χαμόγελο μου ,έφτανε ως τα αυτιά και σαν να ήμουν τίποτα , με σήκωνε και μ έβαζε εμπρός του , πάνω στο τεπόζιτο .Οι δυο μου παλάμες ακουμπούσαν μπροστά κι αυτός όποτε δεν χρειάζονταν το χέρι του , το τύλιγε γύρω μου . Αυτή ήταν και η πρώτη μοτοσυκλέτα που κάθισα στην ζωή μου , δεν θα ξεχάσω ποτέ την γεύση του αέρα , τ αρώματα των ήχων και τη μέθη της χαράς .

72462668_400253317580712_4653853749641478144_n

Το 1977 ο πατέρας μου πήρε την μεγάλη απόφαση να φύγουμε απ’ την Αθήνα και να γυρίσουμε στην Κρήτη , έτσι όλη η υπόλοιπη ζωή μου και όχι μόνο τα καλοκαίρια όπως πριν , θα τα περνούσα σ αυτήν . Νοικιάσαμε ένα πολύ ωραίο σπίτι , που ήταν κοντά στους γονέους του πατρός μου και σχετικά στο κέντρο της πόλης . Ο σπιτονοικοκύρης είχε τρία παιδιά , την Έφη , την Αλέκα και τον Γιώργο , νοικοκύρης άνθρωπος , δούλευε της βακέτες και όλα τα παιδιά του ήταν και είναι καλά . Ήταν όλα , μια γενιά παλιότερα από μένα , αυτά τελείωναν το Λύκειο κι εγώ δεν ήμουν ακόμα στην μέση του δημοτικού , όμως …μια αυλή είμασταν , δεν θα μπορούσαμε να είμαστε ξένοι . Ο Γιώργος ήταν δραστήριος , δούλευε κι αυτός τα δέρματα , έπαιζε και παίζει μπάλα , πήγαινε στα πουλιά και είχε μηχανάκι ! είχε κι ο πατέρας μου ένα βεσπάκι αλλά αυτό …αυτό ήταν άλλο . Ήταν ένα μπλε CB50 της Honda με μηχανικό αν θυμάμαι καλά δισκόφρενο . Μηχανάκια τότε , υπήρχαν ελάχιστα κι αυτά που υπήρχαν , ήταν γερμανικά και ιταλικά , όχι γιαπωνέζικα , αυτό λοιπόν , ήταν το κάτι άλλο ! Το ισόγειο που έμεναν , ήταν λίγο κάτω απ’ τον δρόμο και είχε ένα κήπο με τριανταφυλλιές και εφτά σκαλιά . Το μηχανάκι έμπαινε κάτω και σανίδα για ν ανεβοκατεβαίνει , έβαλε , όταν πούλησε το μπλε CB για να πάρει ένα μαύρο με υδραυλικό δισκόφρενο , μονόσελο και ντουλαπάκι στον κοκωβιό …μέχρι τότε , έπαιρνε φόρα κι όποιον πάρει ο χάρος στα σκαλιά . Είχα καθίσει πολλές φορές σ αυτό το μηχανάκι , μ έπαιρνε μαζί του στα ζιγαρδέλια για λόγο που ακόμα δεν ξέρω, αλλά υποθέτω θα του το είχε ζητήσει ο πατέρας μου για να ξυπνάω . Πολλές φορές στεκόμουν όρθιος πίσω κι άνοιγα το στόμα μου για να τρώω τον αέρα , ενώ αυτός μου λέγε , «κάτσε κάτω ανε μας εδει ο πατέρας σου θα μας εσκοτώσει» . Ωραία χρόνια κι ωραίες στιγμές αλλά η ανατροπή ήρθε κάπου στο 1983-84 όπου ο Γιώργης αποφάσισε να πάρει την πρώτη του μηχανή . Ένα ολοκαίνουριο YAMAHA XZ550 ! Απίστευτη μοτοσυκλέτα , θεέ μου πόσο μοντέρνα με τι απίστευτες γραμμές και πέρα του στρογγυλού που μέχρι τώρα είχαμε συνηθίσει . Επιτέλους έχυσε και μπετάκι στα σκαλιά , ενώ οι συζητήσεις των μεγαλύτερων παιδιών της γειτονιάς για την υπερμοτοσυκλέτα του Γιώργου , ήταν δύσκολο να της παρακολουθήσεις . Την θαύμαζα αλλά δεν θυμάμαι ποτέ να είχα καθίσει πάνω της κι αν το είχα κάνει δεν θα ήταν για πάνω από μία ή δύο φορές , άλλωστε εκείνη την εποχή , σβούριζα νυχθημερόν με το βελαμάκι μου . Ο Γιώργος με βάση τα δεδομένα της εποχής , είχε το βιβλιαράκι κι έκανε όλες της εργασίες στην μηχανή μόνος. Μια μέρα λοιπόν , είναι καλοκαίρι κι έχει βάλει το μηχανάκι στην πίσω αυλή .Η αυλή . ένα πολύβουο μέρος μια που στην μέση είχε κλουβί με κουνέλια , στην άκρη περιστέρια και κότες να γυρνούν ολούθε …. Έχει λοιπόν απλώσει κάτω μια κουβέρτα , έχει ανοίξει το βιβλίο και κάτι σκαλίζει . Πάω λοιπόν εγώ λεβεντιά από πίσω και τρώω παγωτό … φύγε από παέ γιάντα θα σουρώσεις τα παγωτά στο μηχανάκι , μου λέει . Τι το θελε ? σπάνιο το παγωτό βέβαια με βάση τα οικονομικά της εποχής αλλά , θα την πω την αμαρτία μου…έβαζα το παγωτό στο κουταλάκι το καμα καταπέλτη και του το πετούσα . Σπάει μια λοιπόν για να με πιάσει , γυρνώ και φεύγω και προλαβαίνει και μου ρίχνει μια κλωτσιά στον πισινό ,όπου βάζοντας το χέρι μου πίσω για να την γλυτώσω , μου το σπάει . Ήταν και το πρώτο κόκκαλο που έσπαγα και μπορεί να μην ήταν με μηχανάκι αλλά ήταν εξ αιτίας του , σήμερα βέβαια σε μαγνητικό δεν μπαίνω αλλά και τι έγινε , το διασκέδασα .

66846604_359195494750223_5181663010791358464_n

Το ΧΖ αυτό ,έγινε παλιό και ξέρετε , εμείς οι άνθρωποι , δεν βλέπουμε και πολύ μακριά , έτσι εκτός από τα νέα , θέλουμε και τα πολύ παλιά , ενώ αγνοούμε κι ότι τα παλιά , σύντομα θα είναι πολύ παλιά . Άλλαξε λοιπόν χέρια στην γειτονιά , ώσπου κάποια στιγμή γύρω στο 2000 αφέθηκε στην τύχη του έξω στον δρόμο , ούτε καν στο πεζοδρόμιο . Υποθέτω πως για άλλη μια φορά κάποιο απ’ τα εκπληκτικά ηλεκτρικά της ΥΑΜΑΗΑ αποδήμησε εις Κύριον κι έτσι ο Πέτρος που το είχε τότε , μόλις ένα τετράγωνο μακρυά απ’ του Γιώργου , το παράτησε . Κάθε μέρα περνούσα από κει και κάθε μέρα το έβλεπα για χρόνια . Δεν μ άρεσε και δεν μ εντυπωσίαζε πια όπως όταν ήμουν μικρός αλλά ποτέ δεν πέρασα και να μην γυρίσω να το κοιτάξω και ποτέ δεν το είδα , χωρίς να θυμηθώ . Έλεγα καμιά φορά του Γιώργου , ρε πάρτε το μηχανάκι μέσα  , αμαρτία είναι αλλά ως εκεί . Το 2005 , έξι δεν θυμάμαι ακριβώς , δεν έχω παντρευτεί την Γιωργία αλλά έχουμε αρκετό καιρό σχέση και την παίρνουμε σοβαρά . Έτσι μαζί μ εμένα στο μηχανάκι , κάνει κι η Γιωργία για πρώτες φορές την διαδρομή απ’ το γραφείο στο πατρικό μου , περνώντας μπροστά απ’ το σημείο που είναι το μηχανάκι . Κάποια λοιπόν από εκείνες της πρώτες φορές , πρόσεξε αυτό που ποτέ εμένα δεν μου περνούσε απαρατήρητο , το ΧΖ . Κοίτα μια μηχανή , μου λέει … ναι, της απαντώ , είναι ΧΖ YAMAHA , ένα μηχανάκι που στα χρόνια του , είχε διαστημική τεχνολογία … είναι πολύ όμορφη μου απαντάει αλλά εγώ σαστισμένος , συνέχισα την πορεία μου . Την άλλη μέρα , στο ίδιο ακριβώς σημείο , μου λέει …να δούμε πιανού είναι , αν δεν το θέλει να το πάρουμε . Παγωτό εγώ , γυρνάω και της λέω , είναι ενός φίλου , γι αυτήν την μηχανή , όταν ήμουν μικρός , μου έσπασε το χέρι … εμένα δεν μ αρέσει αλλά, άμα εσένα σ αρέσει , να πάω να την ζητήσω . Γιώργο , του λέω , η χουζού είναι ακόμα δικιά σου ? Του Πέτρου την έχω δοσμένη αλλά η άδεια είναι ακόμα στην Αλέκα(αδερφή του) … ε καλά , ρώτα τον Πέτρο αν την θέλει κι άμα δεν την θέλει δώστην μου , που αρέσει στην Γιωργία . Πάρτην μωρέ Γιάννη , σιγά μην την θέλει , τόσα χρόνια δε την βλέπεις που την έχει παραιτημένη έξω απ’ το σπίτι ..μου απάντησε και γω την πήρα .

Με κυνηγούσε η Αλέκα να την μεταβιβάσω γιατί τόσα χρόνια πλήρωνε τέλη και της είπα , παρέδωσε προσωρινά μωρέ Αλέκα πινακίδες και όταν το φτιάξω το μεταβιβάζουμε . Μπήκα επιθετικά ,την έλυσα και φτιάχτηκαν όλα τα κομμάτια σε τρεις μήνες αλλά , η μηχανή συναρμολογήθηκε και μάλιστα δις ατυχώς στην αρχή , μετά από παραπάνω από δέκα χρόνια . Ο Γιώργος έχει δυό παιδιά , τον Μιχάλη και τον Μάριο , όταν πήρα την χουζού ήταν παιδιά αλλά άρχισαν να μεγαλώνουν κι άκουγαν ιστορίες απ’ τους γονείς τους για τα χρόνια της χουζούς και μεγάλωναν κι άλλο και πήγαν στα παπάκια και πήγαν στα μηχανάκια …που είναι ρε Γιάννη η χουζού κι έκανες τίποτα στην χουζού, μου έλεγαν όταν μ έβλεπαν  . Πέρασαν τα χρόνια όμως κι η Αλέκα την είχε καταθέσει σωστά την πινακίδα(προσωρινά) και ήρθε κι η ώρα της χουζούς και της πινακίδας και της μεταβιβασης κι όλα . Μ έβλεπε ο Γιώργης στο δρόμο , μ έβλεπαν τα παιδιά , που είναι η χουζού , θέλει ακόμα έλεγα κι απολογούμουν που αν και φτιαγμένη , αν και ταμπελωμένη , ακόμα δεν τσουλούσε με κάποια αξιοπρέπεια . Τσούλησε όμως και το πρώτο πράγμα που έκανα , ήταν να πάω εκεί . Κατέβηκα τα εφτά σκαλιά , που δεν ήταν πια , ούτε σανίδα , ούτε λίγο μπετάκι αλλά κατηφόρα για το αυτοκίνητο αλλά και την τρέχουσα μηχανή . Μπήκα στην πίσω αυλή που πια δεν είχε αυτόν τον κακό κόκορα που ήθελε να σε φάει , ούτε περιστέρια , ούτε κουνέλια αλλά είχε σκύλο όπως και παλιά και μπήκα στο εργαστήρι . Μπορεί ο Γιώργος να μην έκοβε πια τα δέρματα με το μαχαίρι αλλά ήταν πάνω απ’ την πρέσα κι έκοβε τσέπες . Η Αριστέα δίπλα του , έλεγαν τα οικογενειακά τους και του λέω …. Γιώργο , το μηχανάκι είναι μπροστά … το χαμόγελο έγραψε στα χείλι του , τα χέρια ξεκόλλησαν απ’ τα κουμπιά της πρέσας και ήταν κιόλας έξω όταν η Αριστέα με ρωτούσε , σαν να έβγαινε απ’ τα βάθη της ψυχής της , «έφερες την χουζού?».  Ο Γιώργος είχε ανεβεί στον δρόμο κι έκανε το μηχανάκι γύρο γύρο , ενώ ο σκύλος , προσπαθούσε να καταλάβει προς τι τόση χαρά . Γιώργο το κλειδί είναι πάνω , καντο ότι θες .  Κάθισε πάνω με το διπλό σταντ και μου έκανε εντύπωση , γιατί δεν την κατέβασε πρώτα … της έδωσε το ελάχιστο που θέλει στην μιζιά , χωρίς καν να το σκεφτεί , την κατέβασε απ’ το διπλό με γκάζι και πατώντας λίγο κάτω κι έφυγε σαν να μην είχε περάσει μια μέρα . Πως μπορεί να τα έκανε αυτά ? τα τελευταία δέκα χρόνια ένα varadero έχει … το σώμα θυμάται … κι όταν το σώμα θυμάται , η ψυχή το γλεντά .