Ως καλοκαιρινό ,καμένο και ως νυχτερινό, βίαιο

Του Ιωάννη Αλεξανδράκη

Ο Γιώργος ο νύχτας , ήταν ένας κλασσικός τύπος της δεκαετίας του 70 κι όταν λέμε κλασσικός , δεν εννοούμε , πως φορούσε σκαρπίνι , υφασμάτινο παντελόνι και γυαλιά πατομπούκαλα . Ήταν αυτό που λέμε , αλανιάρης ! και μην παρεξηγηθώ , όχι κανας κοπρίτης , ούτε κάνα κακοποιό στοιχείο , ήταν μια κλασσική φιγούρα , τύπος μπεσαλής , πουτανιάρης και ξηγημένος . Ο Νύχτας είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της ζωής , είχε πολεμήσει στην Κύπρο κι είχε τελειώσει και το δημοτικό .Παρακάτω δεν πήγε , γιατί τσίμπησε από νωρίς την δουλειά του πατέρα του , ένεκα πως εκείνος , ταξίδεψε ολίγον , πρόωρα . Η δουλειά τώρα …δύσκολη , έφτιαχνε ξύδια για κάθε ανάγκη και τα πήγαινε όπου ήταν το ζητούμενο , με μια καλαθάτη BMW ,απ το πρωί στο σούρουπο και το βράδυ … δηλαδή το κατάστημα , ήταν διανυκτερεύον , εξ  ου και το «Νύχτας» . Το μαγαζί του , ήταν μια μεγάλη αποθήκη κι ούτε αποθήκη την λες , μάλλον ένα υπόστεγο , σχετικά κλειστό γύρω γύρω . Στην πλάτη , είχε τα βαρέλια , πολλά βαρέλια , του μισού αλλά και του ενός τόνου , δεξιά τα εργαλεία , αντλίες , φίλτρα , λεκάνες , γραδόμετρα και γενικά τέτοια , ενώ αριστερά, ήταν ο χώρος φορτώματος , όπου έχωνε την BMW μέσα κι έβαζε τα εμπορεύματα στο καλάθι της . Το καλάθι τώρα , δεν το λες με την παραδοσιακή έννοια μια και …όντας όλο ξηλωμένο , είχε ένα πάτωμα από κόντρα πλακέ κι ήταν πλατφορμάκι . Για της δύσκολες μέρες τώρα , κάτι Αύγουστους , Πάσχα και τέτοια , είχε κι ένα τρειλεράκι που το κότσαρε εξτρά στην μηχανή και κάλυπτε ποιο πολλά απ’ όσα μπορεί σήμερα να κάνει κάποιος, μ ένα μικρό φορτηγό .

DSCF5234

Η αλήθεια είναι πως, όλη η παραλιακή και όχι μόνο , αγόραζε απ’ αυτόν … λευκό , κόκκινο και τα φόρτε του , που τα έφτιαχνε ο ίδιος , η ρετσίνα και το ουζάκι . Της ρέγουλας τα ξύδια εκείνα τα χρόνια , δεν ήταν για πολλά πολλά , τρία ποτήρια ούζο , μπορούσαν για πλάκα να ξαπλώσουν κι εκατό κιλά άντρα , ενώ , μ ένα μισαδάκι ρετσίνα , έφτιαχναν κέφι και τρείς άντρες … όχι σαν σήμερα , που πίνεις τρία καραφάκι ούζο και στέκεις ακόμα … είπαμε , άλλες εποχές , άλλα ξύδια . Ο Νύχτας , δεν έπινε κι όταν λέμε δεν έπινε , εννοούμε τίποτα , παρ αυτά , κάποιες μέρες , ειδικά όταν έφτιαχνε τα ούζα , ήταν  μεθυσμένος απ’ της αναθυμιάσεις που τον πιλάτευαν ώρες μια και όλο το υπόστεγο μύριζε γλυκάνισο . Ξέρετε τώρα , ο καημένος γουλιά δεν έπινε κι έχανε το σπίτι του , έχανε την μηχανή αλλά …καλό παιδί και μέσα στην νύχτα , όλοι ήξεραν που είναι το πρόβλημα και όλο και κανάς μαγαζάτορας , κανάς νταβάς , έστω καμιά πουτάνα , τον πήγαινε στο υπόστεγο ή στο σπίτι αλλά μπρατσέτα . Παράπονο δεν είχε , δούλευε όλη μέρα αλλά … βοήθησε το σπίτι του , πάντρεψε την αδερφή του την Φανή μ ένα καλό παιδί και μέσα απ’ την δουλειά του , γυρνούσε στα μαγαζιά αλλά και έπαιζε με τα μωρά που τόσο του άρεσαν . Είχε το μπινελίκι του ρε αδερφέ , τ άρεσε το μνι αλλά , τ άρεσε και το μηχανάκι του και δεν εννοώ την BMW , αυτήν , την είχε βρει , κομπλέ με το καλάθι και το τρειλεράκι απ’ τον γέρο του . Είχε ένα Kawasaki mach 3 …ωραίο μηχανάκι , το χε πάρει το 75 με οικονομίες δέκα χρόνων .Για πάρτι του , είχε μια μεριά στο υπόστεγο , το έβαζε εκεί , το γυάλιζε , το σκέπαζε και του μιλούσε σαν να ήταν θηλυκό . Αυτό τώρα , δεν το έλεγες και κουκλί αλλά ήταν αλανιάρικο μηχανάκι σαν και την πάρτι του , ήταν ένα κεραμιδί χρώμα , με τα σιρίτια τα ωραία , τον κοκωβιό του και μ αυτήν την ωραία μοτερούκλα αλλά … οι εξατμίσεις από πίσω , ήταν όλα τα λεφτά ! Ταίριαζαν οι δυο τους , ήταν και οι δύο αθλητικοί , ήταν και σωστές οι αναλογίες του ενός για τον άλλο … έλεγες , ξεκάθαρα , πως φτιάχτηκε ο ένας για τον άλλο . Ο Νύχτας , δεν οδηγούσε γρήγορα , ίσα που δεν το άφηνε να καπνιάσει πήγαινε , δεν είχε κανέναν φίλο του συναφιού και ουσιαστικά , τ άρεσε , δυο χρόνια που την είχε , να γυρνάει της καλοκαιρινές νύχτες μαζί της . Ακόμα και καμιά μικρή παράδοση , κάνα νταμιτζανάκι ούζο , δεν έβγαζε το bmw , το πήγαινε με την μηχανή , να κάνει και το κομμάτι του .

101552413_1381550028706088_6693331975308050432_n

Η Γιώτα ήταν ένα ωραίο γκομενάκι , αναμαζοξιάρικο , για το μεροκάματο ήταν στην πόλη και εκείνο το καλοκαίρι , μπορείς να πεις πως έβγαινε μαζί του . Καλό παιδί και πονεμένη ιστορία αλλά δεν την έλεγες και γκομενάκι Α , αν και του επαγγέλματος . Πάντως δεν περνούσαν άσχημα και ο Νύχτας δεν ήταν κανας ντενεκές , το μεροκαματάκι του , το άπλωνε άφοβα , χωρίς όμως να πιάνετε κότσος …κιμπάρης άνθρωπος , ένα πράμα . Το κοριτσάκι το λοιπόν , άρχισε σιγά σιγά , να τον κάνει κέφι , ένα παραπάνω , όχι αγάπες , καψούρες και τέτοια αλλά … γούσταρε ρε παιδί μου , δεν τον έβλεπε τάλαρο . Κι αυτή βέβαια με την σειρά της , είχε τα νταλαβέρια της τα περίεργα αλλά δεν έτρεχε μία , μπορούσε να κάτσει και μια βραδιά ολόκληρη στο υπόστεγο , μιλώντας μαζί του , κάνοντας τσιγάρο και πίνοντας κάνα κρασί . Αυτό που ήταν όμως η αδυναμία της , ήταν το Kawasaki , πωωωω ρε φίλε ! όταν λέμε , το γούσταρε , έβρεχε κιλότα λέμε , οπότε …πάμε ρε Γιώργο μια βόλτα με το μηχανάκι του έλεγε κι αυτός για να την πειράξει , πήγαινε προς την BMW .

Εκείνες της μέρες , έμπαινε το καλοκαίρι και ήταν η εποχή που ο Νύχτας , έπρεπε ν αρχίσει να φτιάχνει το δυνατόν που το επιτρέπαν οι παράδες του , ούζο για να κάνει στοκ και μετά , απ’ τα έσοδα , θα έπαιρνε οινόπνευμα να φτιάξει άλλο , να τελειώσει το καλοκαίρι .

Έναν τόνο 95άρι οινόπνευμα είχε πάρει και υπολόγιζε πως αν το έσπαγε , θα μπορούσε να βγάλει , τέσσερεις  τόνους τουλάχιστον ούζο . Έσπαγε το οινόπνευμα σε πέντε πεντακοσάρες δεξαμενές , έβαζε ένα σακί ζάχαρη στην κάθε μία , έστυβε ένα λεμόνι ανά δέκα λίτρα οινόπνευμα και έβαζε ένα νεροπότηρο λάδι γλυκάνισου ανά εκατό λίτρα , Αυτή , ήταν η πρώτη φάση , τα στάνταρ δηλαδή , αυτά που έπρεπε να τα κάνει σε κάθε περίπτωση . μετά έπρεπε να ανακατεύει την ζάχαρή για μία εβδομάδα κι όταν πια το βοτάνι έδενε καλά και είχε την μυρωδιά που ήθελε , άρχιζαν τα δύσκολα. Έπρεπε να βάζει νερό , μέχρι να γίνει το ούζο πόσιμο … δεν είναι εύκολο , θέλει μεγάλη εμπειρία και αντίληψη , θέλει μικροδιορθώσεις , λίγο στην ζάχαρη , λίγο στο λεμόνι . προσοχή και όλα αυτά , να τα κάνει κάποιος , που είναι σχεδόν τάπα της μεθυάς ένεκα των αναθυμιάσεων . Οπότε , για δέκα μέρες , η κατάσταση είναι λίγο αστεία … παραγγελιές που πάνε λάθος , κεφάλι που πονάει κάθε πρωί αλλά τουλάχιστον η Γιώτα , ήταν εκεί και φρόντιζε να κοιμάται κάθε βράδυ στο κρεβάτι του . Το Kawasaki εκεί στην γωνία με την κουβερτούλα του , δεν υπήρχε περίπτωση να βγει αν δεν τελείωναν τα ούζα .

101589986_937397520023949_6501738462100586496_n

Η Γιώτα είχε μια mobylette , ένα μικρό γαλλικό μηχανάκι κι έτσι μπορούμε να πούμε πως την αλώνιζε την πόλη αλλά και τα πέριξ … λίγο κάνα μπανάκι , λίγο τα βράδια να πάει να μαζέψει τον Νύχτα στο υπόστεγο , συναιτεράκι της ζωής ήταν το μηχανάκι . Εκείνες της μέρες ένεκα της κατάστασης με τον Νύχτα , είχε αμολήσει λίγο , τον είχε έγνοια είπαμε αλλά , προσπαθούσε να μαζέψει και κάνα ψιλό , άλλωστε ο Σώτος που το δούλευε το μαγαζί , είχε αρχίσει και στράβωνε με την σχετική απραξία της . Το μαγαζί δεν ήταν και το ποιο εύκολο , τραβούσε νωρίς με κάνα καφέ και μετά γύριζε σε κάνα ουζάκι , βερμούτ , σκάτς για τους ποιο ματσό και ζωντανή ορχήστρα . Στην ουσία κλαμπάκι χαλαρό για μέχρι της πρώτες ώρες αλλά για να πας άνευ καθότι το κατάστημα διέθετε , σ όλα τα χρώματα και τα μεγέθη …ξανθιές , μελαχρινές , κοντές , ψηλές , λίγο απ’ όλα , δεν ήταν δα και Άμστερνταμ. Η Γιώτα εκεί , δεν έπαιζε κονσομασιόν , έπαιζε γλάστρα , παρέα , να σου πω τον πόνο μου και τέτοια αλλά αν ήθελε , είχε το ελεύθερο απ’ το κατάστημα να παίξει κι όπως αγαπά . Την είχε βρει όμως στο έτσι και δεν έπαιζε μπαλίτσα ως εκεί , κρατούσε προφίλ , αλανιάρικο και διακριτικό κι όλα καλά , αρκεί να κερνούσαν οι μοναχικές ψυχές . Εκείνη την βραδιά , της έκανε χωσέ , ένας ρεμπεσκές , ο Κοσμάς … μιλάμε , τύπος τελειωμένος , χαζός και μπίτης μλκας .Έλα να στον δείξω ρε Γιώτα , μου ‘χεις κάνει το εργαλείο κατάρτι , θα σε κάνω βασίλισσα κι άλλα γνωστά . Κέρνα ρε Κοσμά γιατί θα φύγω του έλεγε αυτή , προπονημένη κι έμπειρη δε, αλλά … το έργο τραβούσε και δεν τον ζύγιασε καλά στα ξύδια , έτσι ο φίλος μας έχει γίνει τάπα . Ξέρετε , το αλκοόλ , την βγαίνει αλλιώς στο καθ’ ένα , βγάζει λέει τον αληθινό μας εαυτό … άλλοι γελάνε , άλλοι κλαίνε , άλλοι μπουρδολογούν , άλλοι τα κάνουν όλα ίσωμα κι άλλοι , ξηγιούνται άσχημα και μοβώρικα                      

Χαμπάρι δεν πρόλαβε να πάρει η Γιώτα , όταν την είχε αρπάξει απ’ το μαλλί , το είχε στρέψει και τραβώντας το ,την είχε σκάσει κάτω και την έσερνε προς την είσοδο . Αυτή στρίγγλιζε και με τα δύο χέρια της , νοιώθοντας πως της ξεριζώνει τα μαλλιά , προσπαθούσε να τραβήξει το κεφάλι της προς το χέρι του . Αυτός ανάσαινε σαν ατμομηχανή και βρωμώντας αλκοόλ , έφτυνε και  ούρλιαζε σαν να είχε μόλις βγει απ’ την κόλαση . Ο Σώτος , δεν έχασε την φάση και πετάχτηκε στην πίσω του Κοσμά σαν τίγρη που γαντζώνετε πάνω στην πλάτη του βούβαλου . Ο Κοσμάς δεν ήταν κανάς μικρόσωμος άντρας και άμα δεν ήταν το αλκοόλ , δεν είχε ελπίδα ο Σώτος , χωρίς όπλο απέναντι του . Ο Σώτος , τον κράτησε πίσω απ’ το λαιμό , και του είπε δύο κουβέντες , μήπως και κλείσει το θέμα έτσι … έλα ρε Κοσμά , άσε το κοριτσάκι , μια καριόλα είναι , εσύ είσαι γι’ άλλα … αλλά δεν . Άρχισε να ασκεί μεγαλύτερη πίεση στον λαιμό του , ουσιαστικά όση είχε και ο Κοσμάς άρχισε να την νοιώθει … Σταμάτησε και κρατώντας στο ένα χέρι του την Γιώτα , χέρι το οποίο είχε αρχίζει να στάζει αίματα απ’ τα νύχια της , προσπαθούσε να βγάλει τον Σώτο από πάνω του . Αυτός με την σειρά του αν και ώρα απόφευγε να κάνει επιθετική κίνηση , άρπαξε ένα μεγάλο στρόγγυλο τασάκι και του το έσπασε στο κεφάλι . Ο κόσμος του θόλωσε και τρεκλίζοντας , βγήκε έξω … τα αίματα , που έσταζαν δροσερά στην γλώσσα του , του έδιναν την εντύπωση , εσφαλμένα , πως μπορεί να το τραβήξει κι άλλο . Έπεσε στα γόνατα έξω απ’ το μαγαζί και αφού πέρασαν δύο λεπτά , κατάφερε να σταθεί στα πόδια του ξανά . Δεν αισθάνθηκε δυνατός για δεύτερο γύρο αλλά με όση δύναμη του χε μείνει , τράβηξε μια κλωτσιά στο μηχανάκι της Γιώτας φωνάζοντας , θα σε φτιάξω μωρη πτνα κι εσένα κι αυτόν που σε γμαει κι αυτόν που έχει αυτήν την τρώγλη . Η Γιώτα βλέποντας το μηχανάκι της κάτω , πήγε να πεταχτεί έξω , ο Σώτος την άρπαξέ απ’ το χέρι και σταματώντας την , είπε , «άστον να φύγει , είναι μεγαλόσωμος αλλά δειλός , δεν θα κάνει τίποτα , το μηχανάκι θα στο πάω εγώ να το φτιάξουν¨».

Πέρασε λίγος καιρός κι όπως συμβαίνει σ αυτές της περιπτώσεις ο Κοσμάς δεν πήγε στο μαγαζί και όλα κυλούσαν σε ποιο χαλαρούς τόνους μια και ο Νύχτας είχε φτιάξει αρκετό ούζο και ήταν νηφάλιος και παραπάνω κοντά στην μικρή . Η Γιώτα πάλι είχε ξηγηθεί σπαθί στον Σώτο και του έβαζε τουλάχιστον δύο δεκάρικα εξτρά στο ταμείο . Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς ,της είχε ξηγηθεί κι αυτός σπαθί , την άφηνε να κοιμηθεί σπίτι του δυό τρεις μέρες , της είχε κάνει το μηχανάκι πένα και της φερόταν πιά με μεγαλύτερο σεβασμό . Ο Νύχτας δεν θα ήξερε τίποτα για το συμβάν αν δεν του το είχε σακουλέψει τρίτο άτομο , στην Γιώτα όμως, δεν είχε βγάλει μιλιά κι απλά , άφηνε ένα ταληράκι στο μαγαζί κάθε μέρα για να βοηθήσει την κατάσταση . Η βαριά σεζόν , είχε αρχίσει να ξεκινάει , το απόθεμα υπήρχε και το μαγαζί θα έβγαζε της ανάγκες σε ξύδια , μέχρι της αρχές Αυγούστου . Ο νύχτας είχε αρχίσει να ξενυχτά στο μαγαζί , τα πολλά ξενύχτια με την Γιώτα είχαν κόψει και περνούσε ώρες με το Kawasaki του . Το είχε πρόγραμμα ,είχε υπολογίσει , πως κάθε βράδυ 10 με 12 , η δουλειά κάνει κοιλιά , οπότε σπάνια μοιράζει , έτσι αυτή ήταν η ώρα της μηχανής . Το ξεσκέπαζε , είχε ένα μαλακό πατσαβουράκι και το σκούπιζε , το έβλεπε απ’ όλες της γωνιές μη και υπάρχει καμιά σκόνη πάνω και τέλος το έβαζε μπροστά . Ιεροτελεστία λέμε , πήγαινε πλάι , έβγαζε διακριτικά την μανιβέλα μη το γδάρει με το παπούτσι του , έπαιζε μία , άντε δύο κι αυτό έπαιρνε . Τ άρεσε να το βάζει μπροστά με τα φώτα ανοικτά , διότι στην αρχή φέγγανε τα μπιμπλίκια , στην μανιβελιά , πήγαινε λίγο φως στα ρολόγια , όταν έπαιρνε , είχαν φως και μετά στης πρώτες ξερογκαζιές , έλαμπαν παραπάνω . Γενικά όλα είχαν μπει σε μία τάξη και το καλοκαίρι κυλούσε όπως το ήθελε , με γυναίκες , βενζίνη και ήλιο , ωραία πράματα .

DSCF5242

Το απόγευμα κατά της πέντε , τελείωνε της παραγγελίες και έπαιρνε την Γιώτα να πάνε κανά μπάνιο , άλλωστε αυτός έπρεπε να μοιράσει ξανά κατά της οκτώ κι αυτή λίγο αργότερα , έπιανε δουλειά . Συνήθως πήγαινε σε κανά πελάτη του , ξέρετε τώρα , να δουν κι οι πελάτες τα λεφτά του .  Είχε βγάλει λοιπόν το Kawasaki του , άπλωσε την πετσετούλα επάνω στην σέλα και όπως ήταν με τα μαγιό κι ένα φανελάκι , είχε πάρει το μωρό κι είχαν πάει στου Θωμά . Ωραίο , κλασσικό ταβερνάκι της εποχής , που έτρωγες και τα πόδια σου τα έβρεχε το κύμα . Τα μαγαζιά εκείνη την εποχή ήταν φτωχικά , είχαν μικρές κουζίνες και το μόνο που δεν έφτιαχναν στο τηγάνι , ήταν η χωριάτικη σαλάτα , ενώ το μενού , είχε τόσα πιάτα , που τα μετρούσες στα δάκτυλα των χεριών σου , μαζί με της σαλάτες . Σαλάτες … λέμε τώρα , χωριάτικη ή ντομάτα κοφτή δηλαδή , τηγανητές πατάτες , τζατζίκι , κανά λαδότυρο σαγανάκι , ελιές , κανα κρέας τηγανητό και κανά ψάρι δεύτερο στο τηγάνι . Ο κόσμος τότε , αν είχε λεφτά να χτυπήσει ένα ουζάκι με μεζέ μετρημένο στο πιατάκι του ελληνικού …ντοματούλα , ένα γαριδάκι ,μια φέτα αγγουράκι , δυό ελιές κι μια μπουκιά με τζατζίκι ..περνούσε αρχοντικά , άσε που όλο και κάποιος θα κερνούσε άλλο ένα , ήταν δανεικά αυτά . Τα λιγοστά πιάτα , ήταν γι’ αυτούς που είχαν το κάτι παραπάνω , κανας γιατρός , κανάς δικηγόρος , άντε κι ο Νύχτας που δεν θα μπορούσε να είναι τσιγγούνης στους πελάτες του . Στου Θωμά , είχε στάνταρ την παραγγελία … μισό ρετσινάκι , χωριάτικη , πατάτες στο τηγάνι και σμήνιερα τηγανητή ! τρελό πιάτο λέμε , είχε κάτι βραχάκια παρακάτω και πήγαινε ο Θωμάς ή ο γιός του με το καμάκι κι έβγαζαν χταποδάκια και σμήνιερες , οπότε πάντα υπήρχε το πιάτο . Την κρεμούσαν απ’ το κεφάλι , κατέβαζαν τα κόκκαλα κάτω με δύο ξύλα , και τα πέταγαν μαζί με την ουρά , μετά την άφηναν στον ήλιο μια ολόκληρη μέρα για να την πετάξουν το βράδυ , φέτες στο τηγάνι . Τα τηγάνια μέσα , τρία , ένα λάδι για κρέας , ένα πατάτες κι ένα για ψάρια .. εκεί τώρα έμπαινε η σμύνιερα και τη δούλευε ο Θωμάς με τα μοσχομυρισμένα απ’ τα ψάρια λάδια . Τραπεζομάντηλο καρέ , βαλμένο στο τραπέζι γωνιαστά … αραγμένος ο νύχτας σε τρεις καρέκλες … ξέρετε μια για τον κώλο του , μια για τα πόδια και μια για το αριστερό χέρι , το άλλο ήταν στο τραπέζι …μπούζι η ρετσίνα και το μωρό να μαυρίζει εμπρός του ! Ζωάρα ! και το ξέρε , έλεγε , δουλεύω όλη μέρα , αλλά έχω δυο φράγκα να ζήσω πέντε πράγματα . Τώρα που είπαμε δυό φράγκα , μισό ήταν αρκετό για να παίξει το τζουκ μποξ  το τραγούδι που θα ήθελες ν ακούσεις κι εδώ που τα λέμε τότε , ήταν μάλλον ποιο εύκολο να βρεις δυό τυπάκια να σου ρίξουν μια φραγκοσυριανή κιθάρα μπουζούκι , παρά να έχεις φράγκα για πλάκες και πικ απ στο σπίτι …άντε βαριά να υπήρχε κάνα ξεχασμένο γραμμόφωνο και τρεις λιωμένες πλάκες του Γούναρη . Οπότε … το τζουκ μπόξ , όαση ! και για τους θαμώνες αλλά κι έβαζε και δυό φραγκάκια στο μαγαζί …και να τα πάλι τα δυό φραγκάκια ! απλή ζωή λέμε , με πόλεμους , εμφύλιους και άλλα δεινά ένα κλικ πίσω , ο κόσμος ήξερε καλά , πως μια αγκαλιά , ένα ουζάκι και ένας Τσιτσάνης στο μασίνι ήταν η ουσία της ζωής και γι’ αυτά , τι ήθελε …δυό φραγκάκια . Όμως ρε φίλε , τα οινοπνεύματα αλλά και τα πνεύματα εκείνη την εποχή ,ήταν κομμάτι δυνατά κι έτσι , καλό το τζουκ μπόξ αλλά … το ακολουθούσαν μια σειρά από τραβάγιες … ξέρετε τώρα …δικό μου το τραγούδι , εγώ έριξα τον μπερντέ … δεν βλέπεις το μωρό που γουστάρει … το μασίνι μου μάσησε το πενηνταράκι …και γενικά . Όπως και να ‘χει ,ο Νύχτας δεν ήταν κανά τζιμάνι αλλά τ απόφευγε το μασινάκι σε περίεργες ώρες αλλά και γενικά … τσέκαρε την πελατεία κι άμα έβλεπε καμιά μούρη , δεν άκουγε τραγουδάκι κι έτσι όλα ωραία .

Εκείνη την μέρα , όλα πήγαν νερό , έκανε τα πλάτσα πλούτσα , έπαιξε το κορίτσι και στην ώρα τους ήταν στην δουλειά κι ό ένας κι ο άλλος . Σχόλη ήταν κι έτσι υπολόγισε πως το βράδυ θα παίξει και καμιά δουλειά παραπάνω , οπότε και είχε την Bmw κυρία , φορτωμένη κομπλέ με τα ξύδια και το Kawasaki του , στην τυπική του γωνίτσα , σκεπασμένο κομπλέ . Πράγματι η βραδιά δεν ήταν και η ποιο εύκολη μια και το ηχείο του τηλεφώνου έκανε το αγριεμένο ντρινννν του κατά της εννέα που ήταν και κάπως νωρίς . Ο Γιωργάκης με φορτωμένη την BMW έφευγε και είχε εξτρά πράγματα μαζί του , οπότε , αν τον σταματούσε κάποιος ταβερνιάρης στον δρόμο , είχε να του δώσει . Άλλωστε , μόνο το πρώτο μαγαζί που έμενε από ξύδια τον έβρισκε στο τηλέφωνο , τ άλλα καθ’ οδόν … και τι εννοώ …ή άκουγαν το φλαπ φλαπ του μοτέρ της γριάς και έβγαιναν στο δρόμο γκαρίζοντας και χειρονομώντας ή έπαιρναν τηλέφωνο από θάλαμο τα δυό τρία μαγαζιά που είχαν γρουμούτζα για να τον στείλουν αν περάσει από κει , ή φυσικά και ως ποιο τυπικό της εποχής , έστελναν τον μικρό με ποδήλατο να τον βρει …ε ναι , τα βίσμαρκ και τα ραλύ τότε , μ ένα πιτσιρικά πάνω που συνήθως δεν έφτανε να πατήσει κάτω , τα έλεγες ..επαγγελματικά υπερεργαλεία . Όλα θα πεις πήγαν καλά , ο Νύχτας πήγε και στου Σώτου κατά της μια με το bmw ν αφήσει και κανά φράγκο στο κορίτσι και όλα καλά . Κάπου στης τρεις με τέσσερεις το πρωί , ήταν στο υπόστεγο του και είχε αφεθεί στην αγκαλιά του Μορφέα για μέχρι της εφτά περίπου , που θα έπρεπε να μετακομίσει μια και ο Ήλιος θα έμπαινε επιθετικά στο υπόστεγο . Έτσι και έγιναν τα πράματα , ξέρετε τώρα ο Ήλιος σου καίει τα μούτρα , φωτίζει τα κλειστά σου μάτια και ενώ το ξέρεις πως δεν έχεις ελπίδα να κοιμηθείς άλλο το παλεύεις πεισματικά ώσπου , σηκώνεσαι . Είναι η στιγμή που τεντώνεις , σου περνάει η ιδέα να μην συνεχίσεις τον ύπνο , το μετανιώνεις όμως και ή πας την καρέκλα σε άλλη γωνία ή πας σπίτι στο κρεβάτι , έχει να κάνει καθαρά , με το πόσο ήπιες εχθές … όμως … λείπει το Kawasaki , που είναι το μηχανάκι ? και ξέρετε , όταν λείπει το μηχανάκι ή το αυτοκίνητο ή έστω και το καζανάκι της τουαλέτας , ποτέ η πρώτη σου σκέψη δεν είναι πως στο έκλεψαν … στην αρχή λες …βρε που το άφησα ? ναι ακόμα και το καζανάκι , αυτά τα μεγάλα Niagara ξέρετε τώρα και σε δεύτερο χρόνο αφού στύψεις το κεφάλι σου και δεν σου έρχεται κάτι , λες … μήπως ήμουν μεθυσμένος και το άφησα κάπου άλλου ?

Ξεκίνησε με μια γενική ελαφρότητα , τύπου , σε κανα μαγαζί θα είναι , η Γιώτα με γύρισε σπίτι …άλλωστε αυτό ήταν κάτι που είχε συμβεί ξανά , οπότε δεν υπάρχει και κανάς φοβερός λόγος ανησυχίας . Πήγε λοιπόν στο σπιτάκι του έπεσε σαν νεκρός στο κρεβάτι και έμεινε εκεί ως και αργά το πρωί μια και δέκα το αργότερο έπρεπε να ήταν έτοιμος για της παραγγελιές . Ωραία μέρα , ήταν απ αυτές της γλυκιές καλοκαιρινές μέρες , που ο ήλιος λάμπει αλλά ένα ελαφρό βοριαδάκι , δροσίζει χωρίς να ενοχλεί , είναι δηλαδή τόσο όσο . Πήγε στο υπόστεγο και ετοιμάζοντας της σίγουρες διανομές , έρειχνε και καμιά ματιά προς τα εκεί που έπρεπε να είναι το Kawasaki και κάτι σαν να μην του κάθιζε καλά . Προσπαθούσε καθώς φόρτωνε και γέμιζε νταμιτζάνες , να βρει κάποιο κενό στην μνήμη του αλλά ήταν όλα εκεί , ακόμα και η στιγμή που άφησε την Γιώτα στης κυρά Σοφίας που νοίκιαζε ένα δωμάτιο , ήταν εκεί … δεν υπήρχε καθόλου Kawasaki στην γύρα που έκανε στο μυαλό του , όλα με την BMW τα είχε στο κεφάλι του . Τον έτρωγε αλλά δεν… κατά της δώδεκα , δωδεκάμιση ήρθε και η Γιώτα . Έβαλε ένα δύσκολο χαμόγελο στο πρόσωπο του και θέλοντας να ξορκίσει το κακό , δεν ρώτησε αν ήταν με την μηχανή χθες αλλά …που αφήσαμε το Kawasaki ρε μωρό εχθές ? Τα πρώτα κλάσματα δευτερολέπτου , τα μάτια της Γιώτας , όταν γύρισε να τον δει αφού η ματιά της είχε περάσει απ την θέση της μηχανής … ήταν όλες οι απαντήσεις χωρίς καν να έχει ανοίξει το στόμα της . Προσπάθησε να το γλυκάνει λίγο , αλανιάρα ήταν , ήξερε να φερθεί και ρίχνει ένα …κάτσε να σκεφτούμε ρε μωρό …αλλά , τα γόνατα του Νύχτα κόπηκαν …ήταν κάτι σαν να μην βγαίνει η φωνή του και σαν , να μην μπορεί να πάρει αέρα η ψυχή του . Του πήρε πέντε λεπτά για να στηθεί στα πόδια του αλλά το έκανε ως έπρεπε , άλλωστε , δεν ήταν εδώ που τα λέμε και η μεγαλύτερη της ζωής του απώλεια το μηχανάκι ..είχε περάσει χειρότερα και σε πολύ ποιο δύσκολη ηλικία . Το καλοκαίρι των παιδιών περνούσε και αν και τίποτα δεν έδειχνε να έχει αλλάξει , ένα κλικ ποιο μέσα απ αυτό που βλέπεις , όλα ήταν άλλα … ο Γιώργος είχε χάσει την χαρά του , είχε ένα βάρος και μια θλίψη που την έβλεπαν μόνο η Γιώτα και κάτι γέροι ταβερνιάρηδες , τριμένοι πολύ στα της ζωής . Ξέρετε τώρα , αυτοί οι τύποι που ποτε δεν του είπαν …έλα μωρε , κανας φαντάρος θα την έχει πάρει , θα την βρούμε σε καμιά βδομάδα … κάτι τύποι που έζησαν μεγάλο πόλεμο , εμφύλιο και Κορέα , ξεχνώντας να βγάλουν τα χακί . Κάτι έκανες και σε γονάτισαν του πε μια μέρα ένας …έλα μωρέ , αφου με ξέρεις , δεν έχω πειράξει άνθρωπο , του απάντησε , αλλά , είχε την φράση και το βάρος του λόγου που ειπώθηκε , χωμένη καλά στο κεφάλι του ,αλλά …ήταν ανεξήγητη , πραγματικά δεν είχε πειράξει κανένα .

Κυριακή απόγευμα και είναι μια μέρα δύσκολη …ο κόσμος ξεσπάει , το καλοκαίρι στα κάργα του άρα …η διανομή κρασιού , ούζου και ρετσίνας , δεν σταματάει ποτέ . Φορτωμένη κομπλέ η μηχανή και κατεβάζει μια εικοσάρα ούζο στου Θωμά , που μάλλον το μαγαζί , το πάει για ρεκόρ καλοκαιρινής κατανάλωσης . Ωραία πράγματα για την τσέπη αλλά θέλει προσοχή γιατί όπως έχουμε πει , όταν κυκλοφορούν τα οινοπνεύματα …ξεφεύγουν τα πνεύματα . Είναι λοιπόν ένα τυπάκι , ο Κώστας ο Γυαλίρης σ ένα τραπεζάκι μακρυά απ την θάλασσα …ξέρετε τώρα , τα θαλασσινά τραπέζια ήταν για ποιο άγριες παραγγελίες κυριακάτικα απ ότι τα ξεροσφύρι ούζο κι άγιος ο Θεός . Μόνος τώρα εκεί , κάνει κάτι περίεργα , χαιρετά τον κόσμο , κάνει εις υγεία σε αγνώστους , χασκογελάει αλλά ως εκεί , τίποτα το βαρύ . Ο Θωμάς τον έχει λίγο από κοντά , είναι έμπειρος ταβερνιάρης , θέλει να τον διώξει αλλά …με ωραίο τρόπο και να μην ενοχληθεί κανείς απ αυτόν αλλά και να μην στεναχωρήσει και τον ίδιο … είχε βγεί πρόσφατα απ την φυλακή … δεν είχε κάνει και τίποτα φοβερό , οικογενειακά πράγματα αλλά … που να βρει δουλειά έτσι , που να βρει έστω και τους φίλους του που ήταν δέκα χρόνια μέσα… οπότε , ταλαίπωρος , έκανε ότι μεροκάματο του έδινες , ελιές , πορτοκάλια , χαμάλης , τσιλιαδόρος , μπετατζής …ότι του έλεγες , τι να κάνει ο έρημος το έκανε . Ξύπνιος τώρα ο Θωμάς , του λέει , ρε Γιαλύρη κάνε μια έτσι να πας να μου φέρεις καμιά τσάντα λεμόνια απ το περβόλι … θέλεις να με διώξεις ρε Θωμά ? γιατι ρε μάγκα ? γιατι είμαι μπατηράκι και δεν φοράω γραβάτα … Μα τι λες ρε Γιαλύρη ? τα χω ανάγκη τα λεμόνια , έμεινα , δεν θα χω τι να σερβίρω το βράδυ και που σε … δυό φράγκα θα σου δώσω για την καλή που θα μου κάνεις και το ποτήρι σου το βράδυ θα είναι γεμάτο και με μεζέ ! Καλά ρε Θωμά , του αποκρίθηκε αλλά να ξέρεις …δεν τα θέλετε τα καλά παιδιά και μόνο για τα λεφτά πάτε … Ο Θωμάς τον χτύπησε στην πλάτη , ενθαρρύνοντας τον να φύγει , ενώ συμπλήρωνε ..έλα πήγαινε για ύπνο , φέρε το βράδυ τα λεμόνια και ξέρεις θα ξηγηθώ σπαθί .Φεύγοντας ο Γυαλίρης , περνάει δίπλα απ τον Νύχτα και του λέει , γεια σου Γιώργο , ενώ κι αυτός με την σειρά του , απαντά έλα ρε Κώστα όλα καλά ? Στο φεύγα του λοιπόν και συνεχίζοντας με την πλάτη γυρισμένη , κάνοντας ένα ανεπαίσθητο γύρισμα του χεριού του προς τον Γιώργο , λέει … Τι καλά ρε Νύχτα ? κοίτα πως με διώχνει , τον άλλο τον ψηλό, που είδες τι τραβάς για την αλανιάρα , τον έχει στο κύμα … αλλά εμείς τα φτωχαδάκια …

Λίγο το άφησε  , λίγο ήταν και η φάση της δουλειάς περίεργη , το άφησε να φύγει , δεν έδωσε σημασία στην ατάκα . Το καλά βράδυ όμως , που είχε χαλαρώσει μια ολιά η δουλειά και το αεράκι τον χτυπούσε στα μούτρα , το έφερνε και το ξανά έφερνε βόλτες στο μυαλό του … Τι μου είπε ο πούστης ? τι εννοούσε ? ποιος είναι ο ψηλός ? τι μου έκαναν? Πια ήταν η αλανιάρα , ήταν και η μόνη απάντηση που μπορούσε να βρει , όλα τ άλλα , ήταν κενά , τίποτα . Το ότι ο συσχετισμός του με την αλανιάρα ,ήταν σωστός , όσο μεθυσμένος κι αν ήταν ο Γυαλίρης κι όσο φλου κι αν ήταν η ατάκα του …δεν επέτρεπε να την ξεχάσει. Την άλλη το πρωί , έχει φορτώσει , έχει έρθει το μωρό κι έχουν κάτσει να πιούν της πρώτες γουλιές απ τον φραπέ . Ρε Γιώτα … χθες , έπεσα πάνω στον Γυαλίρη, ήταν λίγο κάπως και γύρησε και μου πε έτσι … Παρακολούθησε όλη την αφήγηση με προσοχή η Γιώτα αλλά δεν έβγαζε άκρη στο όλο θέμα . Ο Νύχτας το άφησε να περάσει έτσι αλλά είχε στο μυαλό του την φασαρία που είχε γίνει παλιότερα στο μαγαζί του Σώτου , όμως θεωρητικά δεν ήξερε για το συμβάν κι άφηνε τα πράγματα να κυλήσουν . Το ίδιο απόγευμα γυρνά και του λέει η Γιώτα … ρε Γιωργάκη , είχε γίνει μια φασαρία στο μαγαζί , τότε που έφτιαχνα το μηχανάκι μου … ήταν ένας τύπος και με βάρεσε , είχαν αγριέψει τα πράγματα , λες να έχει σχέση ? Ο Νύχτας έκανε πως δεν ήξερε και την άφησε να εξιστόρηση όλο το γεγονός , ακούγοντας την με ανακούφιση . Ήθελε να του τα πει κάποια στιγμή και ένοιωθε καλύτερα που επέλεξε να μην κάνει την παλαβή , τύπου δεν ξέρω δεν άκουσα , δεν έγινε τίποτα. Όλα είχαν αρχίσει να δένουν στο μυαλό του και θυμούμενος τον έμπειρο ταβερνιάρη να του λέει , κάτι έκανες σε κάποιον , είχε αρχίσει να δημιουργεί ένα σενάριο στο κεφάλι του . Ήξερε καλά τον Κοσμά και δεν ήταν καθόλου καλό παιδί αλλά δεν περίμενε ποτέ να κάνει κάτι τόσο γενναίο . Απ την άλλη , ήταν μεγαλόσωμος άντρας και είχε αποδείξει , ότι αν πιει κρασί , είναι θεριό ανήμερο , οπότε γιατί όχι ? Έπρεπε να βάλει το μυαλό του να δουλέψει και να καταφέρει να κάνει τον Γιαλύρη να μιλήσει αλλά …αυτό θα ήταν ένας άθλος μια και ο άνθρωπος ήταν κατ’ επάγγελμα τάφος , γι’ αυτό άλλωστε τον προτιμούσαν για περίεργες δουλειές , απ’ την άλλη όμως , με λίγο αλκοόλ του ξέφυγαν πες δύο κουβέντες ή….μήπως; όχι και ήταν απλά λόγια του αέρα που απλά τα πέταξε ?

Τον είχε από κοντά τον Κώστα τον Γυαλίρη για τουλάχιστον μια βδομάδα , όπου τον έβλεπε του καλομιλούσε , του έκανε καμιά πλάκα και κέρναγε και κανα ποτηράκι , ξέρετε τώρα το πήγαινε λάου λάου . Ο Γιώργος , είχε βρει ξανά την ζωντάνια στην ζωή του , όλη αυτή η κατάσταση που έψαχνε το μηχανάκι και προσπαθούσε να ξεμπροστιάσει τον Κοσμά , είχαν σχεδόν όλη την λύπη απ’ την μικρή του απώλεια . Η ζωή έτρεχε , με την Γιώτα όλα γάλα και μέλι , η δύσκολη εποχή της δουλειάς είχε κόψει , οπότε …λιγότερα ξενύχτια , παραπάνω απογεύματα με το μωρό και το σάουντρακ της ζωής του , συνέχιζε και στην διασκέδαση με το πλαφ πλαφ της bmw …έ ! μικρό το κακό . Ρε συ Γιώτα , έρχεται καθόλου στο μαγαζί σας ο Κώστας ? δεν τον έχω δει πότε … δεν έχει λεφτά ρε μωρό , του αποκρίθηκε κι αν μπει καμιά φορά κατά λάθος μέσα , ο Σώτος θα τον αδειάσει πολύ γρήγορα _ Δηλαδή , δεν παίζει να βάλουμε κάνα κορίτσι να του μιλήσει μπας και βρούμε καμιά λύση ? Μπα , δεν το βλέπω , μόνο εσύ αν του μιλήσεις σε κάνα ταβερνάκι … πρέπει επιτέλους , να σταματήσεις να το πηγαίνεις σιγά ρε Γιωργάκη και να του την πέσεις μπας και σου πει τίποτε , περνάν οι μέρες . Δεν του κάθιζε η λύση αυτή, όχι πως είχε κάποιο πρόβλημα …αλλά ήξερε πως δεν θα του πάρει λέξη , ήταν δουλεμένο παιδί . Τον πέτυχε ένα βράδυ στου Θωμά και μόλις έκανε την διανομή , πάει στ’ απόμερα τραπεζάκια που ήταν και του λέει … για μισό ρετσίνα , είναι ελεύθερη η καρέκλα ? ο Κώστας την έδειξε με το χέρι του , προσκαλώντας τον να κάτσει . Καθώς ο Γιώργος φώναζε του Θωμά για την ρετσίνα , ο Κώστας συμπλήρωνε ,,, με μεζέ Θωμά , με μεζέ . Πέρασε το δεκάλεπτο και το μισαδάκι σχεδόν έφυγε , οπότε του λέει ο Νύχτας … ρε συ που γυρνάς , μου χουν κλέψει την μηχανή , ξέρεις τίποτα . Ποια μηχανή ρε Γιώργο απάντησε με το βλέμμα γεμάτο απορία ! το Kawasaki το ωραίο , αποκρίθηκε ο Γιώργος . Α ! γι’ αυτό δεν το κυκλοφοράς καιρό ε ? αποκρίθηκε ο Κώστας , καταστώντας σαφές ότι δεν ξέρει κάτι . Καλά μωρέ , απάντησε κι ο Γιώργος , εσύ που γυρνάς , άμα δεις πες κάτι … Την αμέσως επόμενη στιγμή , είπε … άντε τώρα φεύγω , καλό βράδυ και γύρισε στον Θωμά κάνοντας νεύμα να τον κεράσει άλλο ένα μισό . Ο Κώστας σήκωσε το ποτήρι του στο ύψος των ματιών του και χαιρέτησε , χαμηλώνοντας το κεφάλι , Γιώργο του είπε καθώς είχε γυρίσει την πλάτη για να φύγει … ο Νύχτας κοντοστάθηκε , χωρίς να γυρίσει …. Να προσέχεις , καμιά φορά τα πράγματα δεν είναι όπως τα νομίζουμε , είπε . Χωρίς να γυρίσει ο νύχτας , χαμήλωσε το κεφάλι σ ένα ελαφρό νεύμα , λίγο κατάφασης λίγο χαιρετισμού και συνέχισε .

Το έκλεινε μέσα του και δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου για την κλεμμένη μηχανή στην Γιώτα , ήταν σαν να λέμε κάτι απαγορευμένο στης συζητήσεις τους . Η αλήθεια όμως ήταν , πως είχε πλήρως κλειδωμένο στο κεφάλι του , πως την μηχανή την είχε φάει ο Κοσμάς σε μια φάση τυφλής εκδίκησης απέναντι στην Γιώτα .Όμως όσο και να το γυρνούσε δεξιά αριστερά , πάντα υπήρχε ένα αναπάντητο γιατί που δεν τον άφηνε σιγουρέψει την απόφαση του ενώ ο Κοσμάς είχε απέναντι του εντελώς φυσιολογική συμπεριφορά κι όπως περίμενε , δεν είχε πάρει λέξη του Γιαλύρη , Το υπόστεγο είχε μια μεγάλη καρέκλα , απ’ αυτές της φοβερά βολικές και τεράστιες πολυθρόνες , που έχουν ξηλώσει τα πάντα απ’ την χρήση ,που σε βολεύει όμως τόσο , που πριν την πετάξεις , την έχεις και μερικά χρόνια στο μαγαζί . Ιερή καρέκλα … τα τελευταία χρόνια ο Νύχτας , έχει κοιμηθεί ποιο πολύ πάνω της απ’ ότι στο κρεβάτι του πατρικού του . Δίπλα όμως , αν και ποτέ δεν το είχε χρησιμοποιήσει ο ίδιος , είχε ένα ντιβάνι … καλό για την παρέα , καλό για τους φίλους , είχαν κοιμηθεί και αρκετοί εκεί , εκεί καθισμένη οκλαδών κι η Γιώτα , όταν άραζε στο υπόστεγο . Είχε ανάψει τσιγάρο , φυσούσε τον καπνό ψηλά και στην συνέχεια του μιλούσε , ενώ το τσιγάρο συνέχιζε να την «λιβανίζει» , ακουμπισμένο στο δεξί της γόνατο . Καθώς δούλευε , η μια άκρη του ματιού του , ήταν καρφωμένη πάνω της και φυσικά παρακολουθούσε την συζήτηση . Όμως ήταν κι η ώρα λίγο περίεργη στο φωτισμό της , είχε αρχίσει βλέπεις να σουρουπώνει , πριν φύγει για δουλειά το μωρό …οπότε η σκηνή , ήταν κατά κάποιο τρόπο , μυστικιστική … ήταν μια εικόνα , ιδανική για να χαλαρώσουν , τα δύσκολα μυαλά και να πουν εύκολα , δύσκολα πράγματα . Άφησε την νταμιτζάνα κι αρχίζοντας να κινείτε προς το μέρος της είπε…ξέρεις Γιώτα … κι αυτή κάρφωσε τα μάτια πάνω του , περιμένοντας σίγουρα ν ακούσει κάτι ποιο ερωτικό αλλά …. Έφτασε εμπρός της , σταμάτησε και καθώς κάθιζε στην καρέκλα , γυρνάει και λέει …ο Κοσμάς έχει πάρει την μηχανή . Η Γιώτα μάλλον δεν ενθουσιάστηκε με την ατάκα , μια και αν και η σεζόν τελείωνε , έβλεπε να μην προχωράει με τον Γιώργο και να ψάχνει νέο τόπο και δουλειά για τον χειμώνα . Άφησε ένα αναστεναγμό , τύπου , τι είχαμε , τι χάσαμε και του απάντα …δεν παίζει ρε Γιώργο με την καμία , δεν θα έκανε με τίποτα κάτι τέτοιο , θέλει πολύ μυαλό για πάρτι του και δεν το διαθέτει …και στο μαγαζί έχει αρχίσει να περνάει που και που αλλά δεν… δεν νομίζω , το χει ξεχασμένο . Εγώ θα τον βρω και καθαρίσω την υπόθεση μια και καλή , απάντησε αλλά η Γιώτα έδειξε ξεκάθαρα στο πρόσωπο της , πως δεν συμφωνούσε μαζί του .

Τρία βράδια πέρασαν κι ο Νύχτας πέτυχε τον Κοσμά να ‘χει πιει τα ουισκάκια του και να μελώνει πουτανάκια σε κάπως ποιο ευρωπαϊκό μπαράκι της παραλιακής . Κοίτα το μλκα σκέφτηκε , έχει πληρωθεί κι ετοιμάζει κατάθεση ή μήπως έχει πουλήσει την μηχανή μου και την κάνει γυναίκες ? Αυτή η δεύτερη σκέψη του κάθισε λίγο άσχημα στο κεφάλι και έκατσε στο μαγαζί αν και είχε σκοπό , να πει ένα γεια και να πάει στου Σώτου να δει την Γιώτα . Όση ώρα τον έβλεπε , το μόνο που έσπασε την μονοτονία , ήταν ο Γυαλίρης , που μπαίνοντας , του πέταξε ένα , έλα ρε Νύχτα όλα καλά? Ο Γυαλίρης , πήγε στην μπάρα και πήρε ένα ουζάκι που ήταν και το ποιο φθηνό πράγμα εκεί μέσα … ακούμπησε τον δεξί του αγκώνα στην μπάρα και ρίχνοντας όλο το βάρος πάνω του , άρχισε με το αριστερό χέρι να περιστρέφει το ποτήρι και να βλέπει το άσπρο ποτό , να παίρνει ένεκα του φωτισμού , περίεργα χρώματα . Ο Κοσμάς , πήγε κι έβαλε ένα τραγουδάκι στο μασίνι … ο Γιώργος δεν ήξερε καν τι ήταν , άλλωστε , τ αμερικάνικα τραγούδια που είχε το τζουκ μποξ σ εκείνο το μπαράκι , ήταν εντελώς έξω απ’ το γνωστικό του πεδίο . Όμως …σήκωσε το χέρι προς την πλευρά του Κοσμά και φώναξε εεεεε!!!!! …. Ο Γυαλίρης , τέντωσε και γύρισε προς την πλευρά του Γιώργου κι αυτός που συνέχισε , κινούμενος προς το μέρος του Κοσμά που πήγαινε προς της γυναίκες και κοντοστάθηκε . Δεν θ ακούμε ότι μλκία σου κβλώνει εδώ , δευτερολόγησε … βλέποντας την όλη κίνηση , ο Γυαλίρης , του άρπαξε το μπράτσο καθώς περνούσε από μπροστά του και του είπε …Γιώργο μη ! Ο Νύχτας τον αγνόησε κι αρπάζοντας το μπουκάλι VAT69 που ήταν ως διακοσμητικό αμπαζούρ , στο τραπέζι εμπρός του …έκανε ακόμα δύο βήματα και το κάθισε στο κεφάλι του Κοσμά , φωνάζοντας , τα λεφτά της μηχανής μου τρως ρε μνι  ? Το κεφάλι του Κοσμά γέμισε αίματα κι έδειξε να χάνει λίγο τον προσανατολισμό του αλλά δεν έπεσε κάτω . Έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο του , είδε τα αίματα πάνω και γυρίζοντας το κεφάλι του ελαφρά μπροστά , λέει …τι σου έκανα ρε Γιώργο ? Ο Νύχτας άρπαξε την καρέκλα και του την κάθισε τόσες φορές πάνω , όσες χρειάστηκε για να γονατίσει και να ξεκολλήσουν τα πόδια της . Ο Γυαλίρης είχε πέσει κυριολεκτικά πάνω του , προσπαθώντας μάταια να τον κρατήσει και συνεχώς του έλεγε , άστον είναι άσχετος … ο Νύχτας όμως , δεν σταμάτησε καθόλου , τον χτυπούσε άσχημα στο πρόσωπο και οι αρβύλες του ΕΣ που φορούσε , μάλλον πονούσαν πολύ σε κάθε επαφή . Ο Κοσμάς δεν είχε καταφέρει , παρά το μέγεθός του ν αντιδράσει καθόλου , ο Γιώργος ήταν χείμαρρος αλλά ευτυχώς , οι προσπάθειες του Γυαλίρη , είχαν κάνει αρκετές κλωτσιές του Γιώργου να χάσουν τον στόχο τους …. Ο Κοσμάς ήταν σαν γουρούνι σε αποτυχημένη σφαγή , όχι μόνο ο ίδιος αλλά και το πάτωμα είχε γεμίσει απ’ τα αίματα του κι έτσι …έπεσε . Εκείνη την στιγμή , ο Γιώργος σήκωσε το πόδι με προφανή σκοπό να το κατεβάσει και να τον σκοτώσει ! Από θαύμα ο Γυαλίρης ή ίσως το γλιστερό πάτωμα κατάφερε να τον ρίξει κάτω … Πήγε να σηκωθεί πολύ γρήγορα για να συνεχίσει αλλά η φασαρία τελείωσε άδοξα καθώς , στο κούτελο του είχαν κολλήσει ένα εγγλέζικο 45άρι του πολέμου κι ο άνθρωπος πίσω απ’ αυτό , δεν έμοιαζε να το έχει τραβήξει για πλάκα . Γιωργάκη …σήκω φύγε και μην πατήσει ξανά τα πόδια σου εδώ μέσα , ούτε εσύ , ούτε τα ζουμιά σου …Πριν φύγεις , αφήνεις ένα πεντακοσάρικο του Κοσμά κι αν δεν έχεις πας και το δίνεις του Γυαλίρη να μου το φέρει . Εγώ δεν θέλω μία , ότι σου χρωστάω είμαστε στα μέκια και ποτέ ξανά . Όσο αφορά τον Κοσμά , δεν σου ‘χει κάνει τίποτα και το θέμα μαζί του κλείνει εδώ , τ αλλά είναι δική μου δουλειά . Το όλο δεν ήταν καθόλου συζητήσιμο και το πεντακοσάρι που ήταν παραπάνω κι από μηνιάτικο , βγήκε άμεσα . Ο Γυαλίρης πήρε τον Νύχτα έξω ενώ στην άκρη του ματιού του , έβλεπε τον Κοσμά να σηκώνετε ….αφού σου ‘πα ρε μλκα , τα πράγματα δεν είναι όπως τα νομίζουμε πάντα , τι πήγες κι έκανες …

Το ξημέρωμα ήθελε ακόμα χρόνο κι ο Γυαλίρης είχε πάει αλά μπρατσέτα τον Νύχτα στο υπόστεγο κι είχε κάτσει εκεί να σιγουρέψει πώς τα πράγματα δεν θα χοντρύνουν . Καθισμένος στο ντιβάνι κι έχοντας τον Γιώργο δίπλα στην πολυθρόνα , γυρίζει και του λέει …Θα σου πω που είναι το μηχανάκι , σε βεβαιώ πως αν δώσεις τρία τέσσερα εικοσάρικα , το παίρνεις και φεύγεις , ενώ επίσης σε βεβαιώ πως ο άνθρωπος , δεν ξέρει τίποτα . Τα μάτια του Γιώργου άστραψαν και γύρισε προς τον Γυαλίρη , προσηλωμένος με όλη του την ύπαρξη . Άκου μλκα και μην τα κάνεις μαντάρα πάλι γιατί θα σ αφήσω να σαπίσεις στη μπουζού την άλλη φορά … θα πας στο Κεφαλοχώρι και θα ρωτήσεις που είναι το μαγαζί του Πέτρου του Δανίκα . Ήμουν εκεί για μια δουλειά του Ζήση , ξέρεις εσύ τώρα και την είδα την μηχανή σε μια πίσω αποθήκη . Ο Μάστορας εκεί , κόβει ή φυλάει πράγματα και δεν ρωτάει ποτέ τίποτε … βασικά , τρακτέρ φτιάχνει , κάνει καμιά πονταρισιά , φτιάχνει και τίποτα στον τόρνο …ότι κάτσει που λέμε . Την έμαθε την δουλειά στης αγροτικές πριν από χρόνια και ως εκ τούτου είναι τάφος , οπότε υπάρχει εμπιστοσύνη … σου λέω ξανά , δεν μιλάει και πρόσεχε μην το ζορίσεις γιατί θα σ αποθηκεύσει κι εσένα μαζί με την μηχανή στην πίσω αυλή .

Νωρίς το πρωί ο Νύχτας που φυσικά δεν κοιμήθηκε καθόλου , έφυγε για το Κεφαλοχώρι . Ήταν ένα απ’ τα πολύ μεγάλα χωριά της περιοχής και είχε κάθε είδους μαγαζί και κάθε υπηρεσία . Οκ , δεν ήξερε κόσμο εκεί , γιατί ήταν και καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα μακριά αλλά δεν δυσκολεύτηκε να βρει το μαγαζί ,ήταν λίγο πριν μπεις μέσα στο χωριό . Καλημέρα νοικοκυραίοι ήταν η πρώτη του κουβέντα , τον μαστρο Πέτρο θέλω … Ποιος είσαι εσύ παλικάρι μου ? με στέλνει ένας φίλος απ’ της δικαστικές , μου είπε πως θα βρω εδώ αυτό που θέλω ….και τι ακριβώς θες ? ήταν η επόμενη ατάκα … Ο τύπος έμοιαζε γίγαντας , φορούσε μια πέτσινη ποδιά κι ήταν καθισμένος σε ένα μικρό σκαμνάκι , ενώ μπροστά του είχε μια ζάντα φορτηγού μ ένα κομμάτι μέταλλο απάνω . Είχε κλείσει με το δεξί του χέρι το οξυγόνο στο πιστόλι που κρατούσε με το αριστερό , ενώ η ασετιλίνη για όλη την ώρα που μιλούσε άφηνε μια παχιά φλόγα με μαύρο καπνό ν ανεβαίνει πάνω . Το πρόσωπο του ήταν άγριο , σκληρό και σταφιδιασμένο αλλά είχε μια ευγένεια περίεργη μέσα του , ενώ , εντύπωση έκανε , πως ούτε γυαλιά αλλά ούτε και γάντια φορούσε . Μηχανές έχουμε πολλές αλλά σημασία έχει, τι της θες και χτυπάμε τα πάντα πάνω . Ο Γιώργος είχε λίγο μαζέψει , διότι αυτός ο τύπος , δεν έμοιαζε και τόσο με τους ταβερνιάρηδες που είχε μάθει , ήταν κάτι …ας πούμε , διαφορετικό , κάτι που μέχρι τώρα , άκουγε γι’ αυτό μόνο σε εξιστορήσεις . Ένα Kawasaki δίχρονο ψάχνω μάστορα γιατί το δικό μου , το χτύπησα και σώνει λίγα πράγματα … οπότε να , για να κάνω τράμπα της άδειες , θέλω Kawasaki και εφτάμιση . Ταυτότητα έχεις μαζί σου , ήταν η απάντηση . Ναι βέβαια αποκρίθηκε , δίνοντας την άμεσα . Ο Πέτρος ο Δανίκας , ήταν παλιό κόκαλο , ήθελε να δει ταυτότητα πολιτική για να είναι σίγουρος και να έχει και στοιχεία για την συναλλαγή , Σηκώθηκε πάνω , άπλωσε το αριστερό του να την πάρει , ενώ η φωτιά έκαιγε ακόμα στο πιστόλι του οξυγόνου που κρεμόνταν αριστερά του . Την είδε και σήκωσε το πρόσωπο του προς τον Γιώργο , λέγοντας μ ένα ελαφρό μειδίαμα … να ξέρουμε τα στοιχεία μήπως και χρειαστεί να βρούμε ξανά κάποιον πελάτη … και ταυτόχρονα έδειχνε την ταυτότητα στον βοηθό του . Τα πόδια του Γιώργου κόπηκαν αλλά δεν είχε σκοπό να κάνει πίσω . Ο Μάστορας πήρε μια αρμαθιά κλειδιά και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει , πήγαν πίσω απ’ το μαγαζί , πέρασαν μια αυλή γεμάτη με ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς , περιλαμβάνοντας σ αυτά , άφθονες κότες αλλά και δύο γουρούνια . Υπήρχε λοιπόν εκεί ένα δεύτερο σπίτι , ήταν σαν Π , οπότε στα τρία απ’ τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα , υπήρχαν πόρτες που ποιος να ξέρει τι είχαν μέσα . Ο μαστρό Πέτρος , άνοιξε μια πόρτα στα δεξιά … ήταν μια παλιά πόρτα γερή , σαν αυτές που έβαζαν οι γερμανοί στης αποθήκες τους στην κατοχή …συρόμενη , βαριά , με μπάρα και πολλά περτσίνια . Προχώρησαν λίγο ανάμεσα σε σαβούρες , μηχανάκια κομμένα , σκαπτικά , κινητήρες από αυτοκίνητα , μέχρι και γερμανικές γεννήτριες υπήρχαν εκεί μέσα . Εκεί ήταν και η μηχανή του Γιώργου … προσπάθησε να μην δείξει έκδηλο ενθουσιασμό και μ ένα σχεδόν παγωμένο βλέμμα , σήκωσε το χέρι , την έδειξε και είπε … αυτή μου κάνει μάστορα . Ο μάστορας γύρισε , την είδε και του απάντησε … εσύ ξέρεις , απλά να ξέρεις , το μηχανάκι είναι άριστο , την είχε ένας χωριανός εδώ καπετάνιος , που ναυάγησε ο έρημος . Δεν με νοιάζει μάστορα , απάντησε … να μου κάνεις μια καλή τιμή , να την φορτώσω στην bmw να την πάρω . Γύρισαν στο μαγαζί , έκατσαν και ένας παραγιός έφτιαξε καφέ . Ο καφές ήταν αλήθεια πως τον είχε μεγάλη ανάγκη ο νύχτας …όταν ήρθε κιόλας …ήταν τζετ ..βαρύς , σκουρόχρωμος , μέσα σ ένα γυάλινο βαζάκι , κοντό και χοντρό με το καϊμάκι του δύσκολα να μπορεί να κρατηθεί μέσα . Δυο κατοστάρικα θα μου δώσεις , το φορτώνεις και φεύγεις.. σαν να κλέβεις εκκλησία ρε μάστορα , του απάντησε . Το μηχανάκι είναι τεφαρίκι απάντησε ο μαστρο Πέτρος και τον κοίταξε στα μάτια … μάστορα , του απάντησε …χθες έκανα μια φασαρία , μου έκατσαν ένα εγγλέζικο στο κεφάλι και μου πήραν πέντε κατοστάρικα για την ζημιά μου και να ξέρεις , πρώτη φορά έκανα ζημιά στη ζωή μου . Ο μαστρο Πέτρος , τον κοίταξε , τον δούλεψε στο μυαλό του και του γυρίζει την ερώτηση χιλίων καρατίων , περιμένοντας μια ίδιου βάρους απάντηση …. Το μηχανάκι είναι δικό σου ε ? ναι είναι ! ήταν η ξεκάθαρη απάντηση … Λοιπόν , θα στο πω και τελειώνουμε … το ‘χω πάρει τέσσερα εικοσάρικα , τ αφήνεις , τώρα στο τραπέζι και φεύγοντας , αφήνεις άλλο ένα στον πάγκο , έτσι για το ιμπρέτι και για τα παιδιά που θα στο φορτώσουν . Μία το μεσημέρι , η μηχανή ήταν , πλυμένη , σκουπισμένη , σκεπασμένη στην θέση της , δεμένη στην κολώνα με μια παχιά αλυσίδα . Ο Γιώργος με άλλο αέρα πια ετοίμαζε της παραγγελίες και περίμενε την ώρα που θα έρθει η Γιώτα για τον μεσημεριανό καφέ της . Ήρθε , του φτιάξε καφέ , έφτιαξε και τον δικό της , ενώ πήγαν στο «σαλονάκι» να τον απολαύσουν . Βλέπεις κάτι διαφορετικό , κάτι απ’ τα παλιά , την ρώτησε … η Γιώτα γύρισε το κεφάλι της προσεχτικά στον χώρο , είδε την μηχανή και πάγωσε . Σαστισμένη για ελάχιστο χρόνο , συνήλθε , απόκτησε ένα τεράστιο χαμόγελό και φώναξε σηκώνοντας τα δύο της χέρια ψηλά , η μηχανή , η μηχανή !  Άρχισε να κάνει ερωτήσεις μετά μανίας , να του τρίβετε και να εκφράζει γενικά ένα έκδηλό ενθουσιασμό . Κι ο Γιώργος φυσικά περίμενε απ’ το πρωί την στιγμή που θα το μάθαινε η Γιώτα αλλά είχε αποφασίσει να μην πει τίποτα σε κανένα για το που την βρήκε και να αρκεστεί στο «με πήραν τηλέφωνο απ’ την αστυνομία , ότι την βρήκαν και να πάω να την πάρω» . Το μπανάκι , ταβερνάκι με το μωρό , το έκανε με την bmw , μην θέλοντας ίσως να βγάλει έξω το γυαλιστερό τρικύλινδρο Kawasaki του . Το βράδυ όμως , κατά της εννιά που σχεδόν στο τέλος της η σεζόν , Σεπτέμβρης μήνας ένα πράγμα , δεν λες πως είχε και πολύ δουλειά , αποφάσισε να την βγάλει . Η μηχανή δούλευε στο ρελαντί έξω απ’ το υπόστεγο και ενώ ο Νύχτας έκλεινε , ένας πιτσιρίκος της γειτονιάς ήταν και την χάζευε . Πλησίασε ο Νύχτας και τον έπιασε με τα δυο του χέρια κι όπως κάθισε στην μηχανή τον έβαλε στο τεπόζιτο . Πάμε ρε κεφάλα γιατί θα σε ψάχνει η μάνα σου του είπε κι ο πιτσιρικάς , γραπώθηκε στο τιμόνι με αξιοζήλευτα αγωνιστική θέση . Το σπίτι βέβαια δεν ήταν πάνω από εκατό μέτρα παρακάτω αλλά ο πιτσιρικάς ήταν ευτυχισμένος . Τον έπιασε απ’ της μασχάλες , τον κατέβασε κάτω κι αυτός γύρισε και του είπε …νόμιζα πως ο κος Σώτος στην είχε πάρει για πάντα , πολύ χάρηκα που στην γύρισε …. Τα μάτια του Νύχτα άστραψαν , τα συκώτια του πήραν φωτιά και αποχαιρέτησε τον μικρό μ ένα νεύμα . Έβαλε ταχύτητα κι έφυγε …χάθηκε , δεν ήξερε τι να κάνει , δεν ήξερε πως να ανταποκριθεί σ αυτό που μόλις είχε ακούσει και πως να το διαχειριστεί . Η νύχτα εκτός από καστρόλ , είχε αρχίσει να μυρίζει και μπαρούτι .

Πήγε άφησε το Kawasaki , πήρε την bmw και ξεκίνησε χωρίς σενάριο και με σύντροφο μια βαριά σιδεροσωλήνα για το μαγαζί που δούλευε ο Σώτος και φυσικά η Γιώτα . Σταμάτησε την bmw απέναντι απ’ το μαγαζί και σαν να μην συμβαίνει τίποτα διαφορετικό από όποια άλλη βραδιά , προχώρησε μέσα με σταθερά βήματα . Γυρνούσε το κεφάλι δεξιά αριστερά παρατηρώντας τους θαμώνες , ενώ όπου αυτό ήταν πρέπον , έγνεφε διακριτικά . Το χέρι του ήταν καρφωμένο στην σιδερωσωλήνα που είχε κατά κάποιο τρόπο κρύψει στο μπουφάν που κρατούσε . Στο χέρι του , δεν υπήρχε ίχνος ιδρώτα και στα μάτια του δεν υπήρχε ίχνος αμφιβολίας … σήμερα θα έπαιζε μπάλα , αυτό ήταν ποιο σίγουρο κι απ’ την ανατολή ή την δύση του Ηλίου . Ο Σώτος ήξερε απ’ την Γιώτα πως είχε βρει την μηχανή αλλά δεν είχε όλη την εικόνα και δεν μπορούσε να φανταστεί καν τι τον περιμένει άμεσα . Καθώς έβλεπε τον Νύχτα να έρχεται και στημένος πίσω απ’ την μπάρα , έλεγε … καλώς τον Γιώργο τον τυχερό …έλα να κεράσεις για το μηχανάκι ρεεεε…. Ο νύχτας πλησίαζε γελώντας αλλά στην ουσία , έπαιζε της επόμενες σκηνές μέσα στο μυαλό του . Ακούμπησε την μπάρα με το καλό τ δεξί του χέρι και άφησε το καλοκαιρινό μπουφάν να γλιστρήσει απ’ το αριστερό χέρι του , αποκαλύπτοντας σ αυτούς που παρακολουθούσαν την σιδεριά . Ο Σώτος δεν μπορούσε να δει πια τίποτα και δυστυχώς , όταν έπρεπε να αναρωτηθεί τι ρόλο βαράει το μπουφάν δεν το έκανε μια και έπρεπε να παίζει τον ανήξερο . Έμαθα απ’ την Γιώτα , τα καλύτερα νέα , το βρήκες το μηχανάκι ε ! είπε … ο Γιώργος απόλυτα ήρεμός , απάντησε με μια κατάφαση του κεφαλιού κι ένα μικρό μειδίαμα στο πρόσωπο . Τι να κεράσω , ρώτησε ο Σώτος … Τα μυαλά σου στο πιάτο , απάντησε ο Νύχτας … στήριξε τα πόδια του καλά κάτω και σαν επαγγελματίας του μπέιζμπολ  , έσφιξε την μπάρα με το δεξί και σήκωσε το αριστερό  … ήταν τέτοια η σφοδρότητα που του γύρισε σαν σφαλιάρα την σιδεριά στην μέση του κεφαλιού  που ακούστηκε σ όλο το μαγαζί . Θαμώνες και γυναίκες ανατρίχιασαν και πρόλαβαν απλά να δουν , τον καθρέπτη πίσω απ’ την μπάρα να γίνετε κόκκινός . Ο Σώτος έστριψε ολόκληρος , έριξε για κλάσματα μια ματιά στο πρόσωπο του , καθώς περνούσε εμπρός απ’ τον καθρέπτη και πριν αυτός κοκκινήσει απ’ το αίμα του …άκουσε τα δόντια του να κάνουν ένα ελαφρύ τακ , καθώς άπλωναν πάνω στον καθρέπτη και ο χρόνος ήταν σαν να σταμάτησε . Μετρούσε τα δόντια του ένα ένα να χτυπούν στο καθρέπτη και ο μεταξύ τους χρόνος , έμοιαζε αιωνιότητα ..έπεφτε τόσο αργά , που νόμιζε πως αιωρείται , ενώ έβλεπε το χέρι του σαν σε χρονοκαθυστέριση ν απλώνει για να πιάσει το πιστόλι κάτω απ’ τον πάγκο . Όμως , ακριβώς με τους ίδιους χρόνους δούλευε κι ο νύχτας , που δεν τον επηρέαζε πια τίποτα απ’ το γύρο περιβάλλον …ήταν λοιπόν οι δυό τους , σ ένα δικό τους κόσμο και με το νύχτα , πέρα του προφανούς πλεονεκτήματος να έχει κι άλλο ένα μια και ήξερε που ακριβώς είναι το εγγλέζικο .Είχε βρεθεί μ ένα άλμα πάνω στην μπάρα κι αυτή την φορά κατέβαζε την σιδεριά ξανά στο απλωμένο προς το πιστόλι χέρι του Σώτου . Η Γιώτα ξεκίνησε να τρέχει προς το μέρος τους ουρλιάζοντας αλλά το δεύτερο κρακ , απ’ το χέρι του Σώτου που έσπαζε σαν ξερό κλαδί , την πάγωσε …σταμάτησε εκεί που ήταν , σιώπησε και απλά κατουρύθηκε πάνω της αν και κανείς δεν έδινε σημασία σ αυτήν ή στην κηλίδα που είχε κάνει στο πάτωμα . Ο Νύχτας, είχε το ένα πόδι στον πάγκο και το άλλο στην μέσα πλευρά του μπαρ και με την σιδεριά ματωμένη στο αριστερό του έβλεπε τον Σώτο , να τον κοιτάει με τρόμο , γεμάτος αίματα στο στόμα και με την παλάμη σχεδόν αποκομμένη απ’ το υπόλοιπό χέρι . Προσπαθούσε να πει κάτι αλλά η πρωτόγνωρη αίσθηση του πόνου που ένοιωθε δεν άφηναν τον λόγο αρθρωθεί ανάμεσα απ’ τα χωρίς πολλά δόντια πλέον ούλα του . Ο Γιώργος απ’ την στιγμή που σήκωσε πρώτη φορά την σιδεριά , ήξερε πως θα σταματούσε εδώ , η εκδίκηση είχε παρθεί και αν το τραβούσε κι άλλο , κάποιο γερμανικό ή εγγλέζικο θα έβγαινε από κάπου για να λήξει την έπαρση του άδοξα . Όταν φτιάξεις φεύγεις , εδώ κλεφτρόνια δεν γουστάρουμε …γύρισε και του είπε , ενώ πείρε το εγγλέζικο . Πήδηξε κάτω απ’ την μπάρα , βγήκε έξω και πέταξε  δεσμίδα και την σφαίρα της θαλάμης στην θάλασσα . Φώναξε έναν σερβιτόρο … Γιαννάκι , γυρνά και του λέει … πάρε αυτό το εικοσάρικο να τον πας νοσοκομείο και πες του κυρ Γιώργη ( ιδιοκτήτης του μαγαζιού) , πως κάτι λίγα που μου χρωστάει είναι το πάτσι μας , που του χάλασα τον τζίρο σήμερα και αν είναι δικό του το εγγλέζικο να έρθει να πιούμε καφέ στο μαγαζί να το πάρει κιόλας . Εντάξει κύριε Γιώργο του απάντησε ο μικρός , άλλωστε αυτά στο μαγαζί συμβαίνουν  συχνά και το εικοσάρικο ήταν πολύ για το νοσοκομείο , οπότε έβγαλε πάνω από δεκάρικό μεροκάματο στην ιστορία . Ο Σώτος , καταφέρνοντας να μιλήσει , λέει , γιατί δεν ρωτάς την τσούλα σου ρε μλκα , πως σου πήρα το μηχανάκι ?  Ο Γιώργος ήξερε πως δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω αλλά κοντοστάθηκε και άκουσε για δεύτερη φορά …. Με τα κλειδιά δεν το βρήκες το μηχανάκι ? Έκανε το φλας μπακ του πρωινού και ναι…με τα κλειδιά βρήκε το μηχανάκι . Γύρισε προς την Γιώτα , της έριξε μία ματιά …αυτή έμεινε εκεί παγωμένη όπως ήταν εδώ και πέντε λεπτά . Γύρισε το κεφάλι , έφυγε με αργά και σταθερά βήματα , προσπαθώντας να κρατήσει το γόητρο του αλλά και να καλύψει το κορμί του από πιθανά πυρά .

Δύσκολη νύχτα , μάτι δεν έκλεινε και το υπόστεγο ήταν κάτι σαν ορμητήριο , σαν το σημείο που δεν μπορεί να το πειράξει καμία θάλασσα φουρτουνιασμένη και κανένας άγριος άνεμος . Η καφεδιά ήταν μισόλιτρη , ξέρετε τώρα , φτιαγμένη σε ένα απ’ αυτά τα εγγλέζικα ποτήρια της μπύρας που του είχε αφήσει κάποτε ένας τουρίστας πεσκέσι . Ήταν πολλά όλα αυτά για μια μέρα που κράτησε απ’ το πρωί ως το βράδυ και αν βάλεις κι αυτά της προηγούμενης , θα έλεγες , πως ο νύχτας αποφάσισε  , να περάσει μια ζωή μέσα σ ένα διήμερο . Καθισμένος στην γνωστή πολυθρόνα , παρατηρούσε το σύρμα της λάμπας που ήταν γεμάτο ζωή … υπήρχαν μυγάκια που αγνοούσαν την μυρωδιά του αλκοόλ απ’ τα βαρέλια και γυρνούσαν γύρο απ’ το φως . Η Γιώτα , γιατί να το κάνει αυτό η Γιώτα , μόνο καλό της είχα κάνει … Τι έγινε Νύχτα το έκλεισες το θέμα ? ακούστηκε μια φωνή στην είσοδο του υπόστεγου . Τι έγινε ρε Γυαλίρη , ποιος άνεμος σε έφερε εδώ ,απάντησε . Είπα πως θα φιλοσοφείς και ήταν μια καλή ευκαιρία να τσιμπήσω κάνα γενναίο ποτήρι ουζάκι , απάντησε . Ο Γιώργος ανακάθισε και του έδειξε το ντιβάνι δίπλα του . Ο Γυαλίρης έκατσε κι ο Γιώργος του έφερε ένα νεροπότηρο ούζο . Παίρνοντας του είπε , έτσι σε θέλω , χουβαρντά , δεν θέλουν τσιγγουνιές τα ξύδια . παρέμειναν σιωπηλοί, ο ένας τον καφέ , ο άλλος το ούζο κι ο καθ’ ένας ξεχωριστά στην δική του νιρβάνα . Η νύχτα άλλωστε ,είχε τρέξει πολύ μέχρι τώρα , οπότε δικαιωματικά , της τελευταίες ώρες της , μπορούσε να της πάει και λίγο ..απολαυστικά αργά .  Πήγαινε να πάρεις την τσάντα από εκεί , είπε ο Γιώργος δείχνοντας μια τσάντα στο πάγκο . Έχει φαΐ μέσα , εγώ δεν θα το φάω αλλά κι αν θελήσω έχει κι άλλο , πάω στην Φανή και το τρώω  . Ο Κώστας ο Γυαλίρης δεν το σκέφτηκε καν , σηκώθηκε , τα πήρε κι έκατσε να φάει , κάτι που πιθανόν , το είχε κάνει τελευταία φορά , δυό τρεις μέρες πριν . Νταξει τα φασολάκια ρε ? μια χαρά απάντησε , πνιγμένος από ευτυχία και ένα κομμάτι ψωμί , βουτηγμένο στο λαδερό . Τι θα κάνεις με την Γιώτα ? ρώτησε αφού είχε γλύψει το πιάτο και είχε πιει δυό γενναίες γουλιές ούζο . Τίποτα , απάντησε ο Νύχτας και η νύχτα έκλεισε κάπου εκεί . Πρόλαβε  να δει τον Γυαλίρη τεντωμένο να ροχαλίζει στον καναπέ αλλά όταν ο ήλιος τον ξύπνησε δεν ήταν πια δίπλα του . Ήταν ξανά μόνος αλλά το μάτι του πήγε στο Kawasaki … Περπάτησε προς τα εκεί , τράβηξε από πάνω του την κουβέρτα και είπε χαμηλόφωνα …αν δεν τ αξίζεις εσύ , τότε τι … Δεν πήγε σπίτι , έκατσε εκεί , ήθελε ν ασχοληθεί με το μηχανάκι του , ένοιωθε προστατευμένος , ποιος ξέρει . Έφτιαξε κάτι λίγε παραγγελίες που είχε , ενώ είχε στο μυαλό του , πως αν συνεχίσει έτσι ..δεν θα έχει πελάτες για πολύ ακόμα αλλά απ’ την άλλη , όλα τα δίκια δικά μου είναι , εκτός από ένα … ο Κοσμάς … πλήρωσα μεν αλλά αυτός έβλεπε αυτό που δεν έβλεπα εγώ , βρε την πτνα . Γενικά όλα γύριζαν στο μυαλό του , μέχρι που τελείωσε της δουλειές κι έβγαλε το μηχανάκι για καλλυντική περιποίηση όπως έλεγε … αυτό ήταν , το μυαλό του ίσιωσε . όλα ήταν ωραία , μέχρι που ήρθε η Γιώτα . Μπήκε μέσα , κουνώντας μόνο το κεφάλι σαν καλημέρα ένα πράγμα …θέλεις καφέ ? ήταν η μοναδική ατάκα που είπε , για να πάρει μια καταφατική απάντηση . Ο Νύχτας είχε αποφασίσει να μην κάνει τίποτα και ν αφήσει το πράγμα να πάει . Βρέθηκαν κι οι δύο στης ίδιες του όλου καλοκαιριού θέσεις , αυτός στην πολυθρόνα και αυτή στον καναπέ οκλαδόν με το τσιγάρο στο ένα χέρι και τον καφέ στο άλλο . Ο κυρ Γιώργης , έδιωξε τον Σώτο και σου ζητά συγνώμη για το κακό , τα λεφτά που σου χρωστάει , στα χρωστάει και να πηγαίνεις κανονικά πράγματα στο μαγαζί . Αυτός σου είπε να έρθεις , ρώτησε ο Νύχτας . Αυτός με έδιωξε αλλά του είπα πως πριν φύγω θα περάσω από σένα … Α ! ωραία , και ? … ε αυτά … είπε η Γιώτα και σηκώθηκε να φύγει … Μου πε , το πιστόλι να το κρατήσεις γιατί έτσι που το πας , μπορεί να γλυτώσει το κεφάλι σου … το άκουσε ο Γιώργος κι άφησε ένα μικρό χαμόγελό να φύγει . Συγνώμη λοιπόν , είπε η Γιώτα …ο Γιώργος απλά την κοίταζε … φεύγω τώρα του είπε ξανά ..φεύγω γενικά από εδώ, είπε ξανά , σε μια ανέλπιδη προσπάθεια ν ακούσει , κάτσε …. Στο καλό Γιώτα και ότι καλύτερο σου εύχομαι, ήταν η απάντηση του …συγνώμη , έχω δουλειά τώρα , συμπλήρωσε και πήρε το πατσαβουράκι για να συνεχίσει την καλλυντική περιποίηση της Kawasaki του.